Quantcast

Είμαστε ο έρωτας: 12 υποψήφιοι για τα Βραβεία Ίρις διαλέγουν την αγαπημένη τους ελληνική ταινία

Τα ετήσια βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου απονέμονται αύριο, αλλά στο μεταξύ αφήνουμε τους δημιουργούς να μιλήσουν για ελληνικό σινεμά

Πέρσι τέτοια εποχή, λίγο πριν τα τότε Βραβεία Ίρις, σε ένα παρόμοιο θέμα με αυτό εδώ, ξεκινούσαμε κάπως έτσι: “Το ότι το ελληνικό σινεμά είναι μια ταλαιπωρημένη υπόθεση είναι μια κοινοτοπία. Όπως κάθε κοινοτοπία, όμως, έτσι κι αυτή κρύβει μέσα της πολλά χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας κόπου, πόνου, χαράς, ματαίωσης κι ελπίδας – όλα αυτά που έπειτα στριμώχνονται και στρογγυλεύονται ώστε να χωρέσουν μέσα σε μια κλισέ φράση.” Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πολύ δύσκολο να συγκρατηθώ από το να σχολιάσω κάθε χρόνο το μότο που επιλέγει η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για τα Βραβεία Ίρις, τα ελληνικά Όσκαρ δηλαδή, όπως θα δείτε πιθανώς να γράφεται στο ίντερνετ. Πέρσι το σύνθημα ήταν “Κάθε ταινία είναι μια εξέγερση”, κι η αλήθεια που έκρυβε μέσα στην υπερβολή του ήταν ότι αν θες να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, με όρους στοιχειώδους ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, θα χρειαστεί να κάνεις υπερβάσεις – “εξεγέρσεις”, θα λέγαμε. Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο όμως; Γιατί να ταλαιπωρηθείς τόσο πολύ για κάτι που θα σε ανταμείψει τόσο λίγο με όρους οικονομικών απολαβών και μαζικής αναγνώρισης; Εδώ είναι που έρχεται το φετινό κλισέ, ακόμα πιο αληθινό στον πυρήνα του, παρότι συνεχίζει να φλερτάρει απενοχοποιημένα με το κριντζ: “Είμαστε ο έρωτας“. Πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα αν δεν είσαι αληθινά ερωτευμένος μαζί του.

Το αισιόδοξο της υπόθεσης είναι ότι, κόντρα στις αντικειμενικές αντιξοότητες (οξυμένες από την παραδοσιακά προβληματική κρατική πολιτική) και τις υποκειμενικές δυσκολίες (οξυμένες κι αυτές από την αποσπασματική κινηματογραφική κουλτούρα και θρυμματισμένη δημόσια σφαίρα δημιουργών, κοινού και κριτικής), τον τελευταίο καιρό έχουμε δει καλό ελληνικό σινεμά. Σε μια εποχή που η κινηματογραφική ζωή, σε επίπεδο παραγωγής/κατανάλωσης αλλά και κοινωνικότητας, εν πολλοίς μπήκε στον πάγο, το περσινό καλοκαίρι μας έφερε ελληνικές ταινίες που κατάφεραν να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν με το κοινό, όπως τα Πρόστιμο, Μήλα, Monday και Digger μεταξύ άλλων. Και στο μεταξύ, η νέα χρονιά επιφύλασσε φιλμ που ήρθαν στις αίθουσες μετά από μια αξιοσημείωτη διεθνή φεστιβαλική πορεία (όπως το Σελήνη, 66 Ερωτήσεις και το Αγία Έμυ) ή περίμεναν το καλοκαίρι ώστε να αξιοποιήσουν το momentum του θερινού σινεμά μετά από ένα καλό word of mouth στα εγχώρια φεστιβάλ (όπως τα Μαγνητικά Πεδία και η Αγέλη Προβάτων). Αυτή η μίνι επισκόπηση δεν θέλει να πει ότι νέες ελληνικές ταινίες είναι απαραίτητα όλες καλές ή ότι το κοινό πρέπει να τις στηρίξει χαριστικά ή από κάποια ντεμέκ εθνική υποχρέωση. Λέω όμως ότι η ντόπια κινηματογραφία έχει ενδιαφέρον, έχει πλούτο και αντιφάσεις (όπως κάθε εθνικό σινεμά), και αν μη τι άλλο αξίζει να εξερευνηθεί πέρα από στερεότυπα, παρεξηγήσεις ή συγκαταβατικότητα.

Μέσα στην άνοιξη η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ανακοίνωσε τις υποψηφιότητες για τα Βραβεία Ίρις του 2022, ενώ τις τελευταίες βδομάδες οργάνωσε μια σειρά προβολών ώστε να δώσει εκ νέου (ή πρόωρα) την ευκαιρία στο κοινό να δει τα υποψήφια φιλμ πριν την τελετή. Λίγες μέρες πριν την αυριανή απονομή των βραβείων στο θέατρο Άλσος λοιπόν, απευθυνθήκαμε όπως και πέρσι σε 12 υποψήφιους και υποψήφιες των βραβείων από διάφορες κατηγορίες με το ερώτημα ποια είναι η αγαπημένη τους ελληνική ταινία. Ο λόγος δεν ήταν μόνο ότι μου άρεσε πολύ πώς βγήκε το περσινό θέμα. Η αλήθεια είναι επίσης ότι με ενδιαφέρει η άποψη των δημιουργών (κι όχι μόνο των σκηνοθετών, ας μην το ξεχνάμε αυτό) για την ίδια την ιστορία του ελληνικού σινεμά, ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο ορατή η ίδια η ιστορικότητα και η ζωντάνια του. Δηλαδή να διαφανούν επιρροές, παραδόσεις, συνέχειες, τομές, δίαυλοι επικοινωνίας με το παρελθόν ή και γραμμές φυγής από αυτό. Τέτοια μικρά πράγματα είναι κατ’ εμέ, μεταξύ πολλών άλλων μεγαλύτερων και σημαντικότερων, που μπορούν να συμβάλλουν έστω κι ελάχιστα στην δημιουργία μιας νέας σύγχρονης ελληνικής κινηματογραφικής δημόσιας σφαίρας και κουλτούρας. Ακολουθούν οι απαντήσεις των 12 υποψηφίων στο ερώτημα της αγαπημένης του ελληνικής ταινίας, για τις οποίες τους ευχαριστώ πολύ, με την μορφολογία και την διατύπωση των μικρών κειμένων τους να έχει μείνει ανέπαφη.

Φιλ Ιερόπουλος | υποψήφιος για το Βραβείο Ειδικών Εφφέ και Οπτικών Εφφέ με την ταινία ORFEAS2021

Idées Fixes – Dies Irae (Αντουανέττα Αγγελίδη, 1977)

Τον ελληνικό κινηματογράφο (και συνολικότερα πολιτισμό) τον σιχαίνομαι και δεν είμαι σίγουρος αν αυτή η ταινία είναι ακριβώς κατάλληλη για να περιγραφεί ως «αγαπημένη ελληνική ταινία», μιας και γυρίστηκε στο Παρίσι, όπου μετακόμισε η Αγγελίδη ως πολιτικός πρόσφυγας το 1973. Το sui generis ντεμπούτο της Αγγελίδη, που μόλις τώρα ανακαλύπτεται ουσιαστικά στην άθλια ελλάδα, γεφυρώνει γλώσσες του πειραματικού σινεμά (χρειάζομαι χιλιάδες λέξεις για την εξήγηση αυτού, όχι 100, just look the film up) και των πολιτικών της ταυτότητας, περίπου ένα εκατομμύριο χρόνια πριν απ’ οτιδήποτε άλλο. Θεωρώ τη δουλειά της Αγγελίδη παρακαταθήκη μεταξύ άλλων και για το σύγχρονο κουήρ κινηματογράφο.

Εύα Γουλάκου | υποψήφια για το Βραβείο Ενδυματολογίας με την ταινία Αγία Έμυ

Πολύ δύσκολη ερώτηση, μου ήταν πάντοτε δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να απαντήσω.. “ποιό είναι το αγαπημένο σου…” 

Μεγάλη η βεντάλια των ταινιών που με επηρέασαν σε καλλιτεχνικό, συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο. 

Θα τολμήσω όμως να απαντήσω ως αγαπημένη το “μια τρελή τρελή οικογένεια”, μια ταινία που εχω δει απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, που μου φτιάχνει το κέφι, μου ζεσταίνει την καρδιά, με κάνει να γελάω και με συγκινεί βαθιά. 

Στέλνω συμπαντική αγκαλιά στη Τζένη, τη Μαίρη, την Κατερίνα, τον Αλέκο, τον Διονύση και τον Δημήτρη με ενα μεγάλο ευχαριστώ τον καθένα για διαφορετικούς λόγους.

Σμαρώ Παπαευαγγέλου | υποψήφια για το Βραβείο Μοντάζ με την ταινία Σελήνη 66 Ερωτήσεις

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις το σινεμά που θέλεις στην Ελλάδα του 2022 , πόσο μάλλον στην Ελλάδα του 1973. Γι’αυτό και με ταρακούνησε το θάρρος και η ευφυΐα στην αφήγηση του Ιωάννη του Βίαιου της Τώνιας Μαρκετάκη. Ξεκινώντας σαν αστυνομικό ρεπορτάζ, με τα πρώτα 45′, χωρίς ακόμα πρωταγωνιστή, ζωγραφίζει με απόλυτη μαεστρία το πορτρέτο μιας βαθειά συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας, και καταλήγει σε δικαστικό δράμα που αποδομεί όλο το ψυχιατρικό, νομικό, πατριαρχικό σύστημα – τα κάνει όλα φύλλο και φτερό και μένει στο μυαλό και την καρδιά μας για πάντα. Για τις συνθήκες του να κάνεις καλό σινεμά στην Ελλάδα η Τώνια είπε χαρακτηριστικά “Μετά την επιτυχία του Ιωάννη έχασα όλους μου τους φίλους”.

Γιώργος Κουτσαλιάρης | υποψήφιος για το Βραβείο Φωτογραφίας με την ταινία Μαγνητικά Πεδία

Τα “Παιδιά Του Κρόνου” του Γιώργου Κόρρα είναι ένα φιλμ που έχει μείνει βαθειά χαραγμένο στη μνήμη μου. Η απλότητά του στη σκηνοθεσία, η υπέροχη φωτογραφία του Φίλιππου Κουτσαφτή (αμέσως μου έρχονται στο νου οι επιρροές από το δίδυμο Ερίκ Ρομέρ – Νέστορ Αλμέντρος) και οι ερμηνείες των Τάκη Μόσχου και Μηνά Χατζησάββα, όλα αυτά συναντιούνται σε μια άρρηκτη αρμονία φόρμας και περιεχομένου. Το φιλμ δεν περιορίζεται σε ένα απλό στόρι αλλά ανοίγει διάπλατα τα παράθυρά του στον κόσμο που το περιβάλλει, μέσα από επεισόδια, περιγραφές, παρατηρήσεις, στοχασμούς. Η ταινία παρότι έχει ως θέμα της κάτι μεγάλο και πολύπλοκο, την ανθρώπινη ύπαρξη και τον τρόμο του θανάτου (προσωπικό και κοινωνικό), ταυτόχρονα ασχολείται με κάτι τόσο απλό όπως ο χρόνος που περνάει. Τα “Παιδιά του Κρόνου” είναι τελικά ένα φιλμ που καταφέρνει με απλά μέσα και ειλικρίνεια, να πραγματοποιήσει το αισθητικό του όραμα και να σταθεί στο σήμερα σαν φάρος.

Έλενα Τοπαλίδου | υποψήφια για το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου με την ταινία Μαγνητικά Πεδία

Το βλέμμα του οδυσσεα. Του Θόδωρου Αγγελοπουλου. Ήταν το 1995 όταν είδα αυτή την ταινία.Δεν θυμαμαι πια πολλά από την υπόθεση . Έχω όμως την αίσθηση παρά πολύ έντονη και επειδή μου ζητήθηκε να πω για μια ταινία έβαλα στο υτυβε το τρειλερ και θυμήθηκα.Θυμήθηκα ότι πηγα τρεις φορές στον κινηματογράφο μόνη μου και κάθε φορά βγαίνοντας έπαιρνα μαζί μου αυτή την τόσο συγκινητική μουσική της Καραΐνδρου και κοιμομουν ξυπνούσα σα να ειμαι και εγώ μερος της ιστορίας.Λάτρευα το πρόσωπο της Μαγια Μόργκενστερν και ερωτευόμουν τον Χάρβεϊ Καϊτέλ .Στη σκηνή με το άγαλμα του Λένιν να ταξιδεύει στο ποτάμι νόμιζα πως με έβλεπα στην ακτή να τρέχω με το πλήθος .Από τύχη τότε ειχα το νούμερο ενος καρτοτηλεφωνου σε μια πόλη της Γερμανίας.Τοτε δεν υπήρχαν κινητά..Ένας αγαπημένος μου άνθρωπος έλλειπε στη Γερμανία και μου είχε δώσει κάποια στιγμή το νούμερο αυτό για να τον καλέσω ..Έβλεπα λοιπόν την ταινία και μετά ακούγοντας ακόμα στο κεφάλι μου αυτή την μουσική, περπατούσα άπειρες ώρες και όποτε έβρισκα τηλεφωνικό θάλαμο ,καλούσα αυτό το νούμερο και φανταζόμουν ένα τηλέφωνο σε έναν δρόμο σε μια πόλη της Γερμανίας να χτυπάει μέσα στη νύχτα.

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος | υποψήφιος για το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου με την ταινία Μαγνητικά Πεδία

Μέχρι τα δεκαπέντε μου δεκαξι, έβλεπα μόνο καουμποικα και τέτοια πράγματα. Ένα βράδυ κατεβαίνει η φίλη μου η Γλυκερία από τον τέταρτο να κάνουμε παρέα, η τηλεόραση έπαιζε ερτενα και ξαφνικά ακούω έναν κύριο να διαμαρτύρεται  με μια αρκετά ιδιαίτερη φωνή σε κάποιους υπεύθυνους, για το δικαίωμα του σχετικά με το αν τα λεφτά που του δωσανε για ταξί αυτός μπορεί να τα κρατήσει και να πάει με τα πόδια. Είδαμε όλη την ταινία χωρίς να πούμε κουβέντα. Τελείωσε και δεν πιστεύαμε αυτό  πού μας είχε μόλις συμβεί. Αργοτερα έμαθα πως αυτός ο κύριος ήταν ο κύριος Αργύρης Μπακιρτζής και η ταινία αυτή ήταν το Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε του κυρίου Σταύρου Τσιώλη. Ο κύριος Σταύρος λοιπόν και ο κύριος Βακαλόπουλος μου έδειξαν, πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο πιστολιδι και πως έχει μια βαριά συγγένεια με την ποίηση και το παράδοξο. Αυτή η ταινία αν και την είδα στην τηλεόραση, με έκανε να αγαπήσω τον κινηματογραφο και τους ιδιαίτερους ανθρώπους, όποτε δεν θα μπορούσε να είναι άλλη η αγαπημένη μου. Από τότε την έχω δει περίπου είκοσι εφτά φορές το λιγότερο.

Δημήτρης Κανελλόπουλος | υποψήφιος για το Βραβείο Σκηνοθεσίας με την ταινία Αγέλη Προβάτων

Μέχρι το Πλοίο (Αλέξης Δαμιανός, 1966)

Στην πρώτη σκηνή της πρώτης του ταινίας, υπό την συνοδεία ενός παλιακού voice over και μιας λυρικής μελωδίας παιγμένης από κιθάρα που με σημερινούς αισθητικούς όρους ξεπερνά τα όρια του ξενέρωτου, η φιγούρα ενός ανθρώπου κατεβαίνει την με ιλιγγιώδη κλίση πλαγιά ενός βουνού παρασυρμένος από αυτή και παρασέρνοντας με τη σειρά του μια κοτρόνα που ακολουθεί την δική της διαδρομή με τη δική της ταχύτητα κι αυτονομία. Η σκηνοθεσία είναι αριστουργηματική. Πέρα από το καθαυτό εύρημα του ανθρώπου και της πέτρας έρμαια της μοίρας, της τυχαιότητας και του φυσικού κόσμου, η δράση κινηματογραφείται και μοντάρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να τονίσει αυτό που κρύβει στον πυρήνα της όλη η ταινία: την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα στην σύντομη αυτή στιγμή, μπορεί κανείς να υποπτευθεί, να υποθέσει ή να διαγνώσει απόγνωση, φόβο, απελπισία, απουσία έρματος, ζωώδη ωμότητα, υπαρξιακή αγωνία, (ακόμα και) ερωτική παραφορά, πράγματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στον ένα ή στον άλλο βαθμό η ταινία επαληθεύει. Ο Αλέξης Δαμιανός, δυστυχώς για τον κινηματογράφο, έκανε μόνο τρεις ταινίες.

Αρασέλη Λαιμού | υποψήφια για το Βραβείο Σκηνοθεσίας με την ταινία Αγία Έμυ

Αγαπημένη ελληνική ταινία είναι «Η Φωτογραφία» του Νίκου Παπατάκη. Θυμάμαι να τη βλέπω στο αφιέρωμα που του έκανε το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2005 με τον ίδιο να κάθεται πίσω μου και να προσπαθώ να κρατήσω μετρημένη τη συγκίνηση μου. Μου μιλούσε η ταινία προσωπικά, γιατί οι ήρωες έχουν κοινά στοιχεία με τη δική μου οικογένεια, από την πλευρά της γιαγιάς μου, που ποτέ δεν γνώρισα. Ήταν από την Καστοριά πριν μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία, και μόνο η γιαγιά μου η Ελεονώρα γύρισε. Γι αυτό και με άγγιξε ιδιαίτερα ο  Γεράσιμος  που κουβαλάει ευλαβικά το απατηλό όνειρο της επιστροφής σε μια πατρίδα μακρινή που χωράει όλα του τα όνειρα για ευτυχία. Δίπλα του ο Ηλίας, κι εμείς, κουβαλάμε το βάρος της γνώσης του πόσο μάταιο είναι αυτό, αφού η Ευτυχία που ονειρεύεται ο Γεράσιμος δεν υπάρχει.

Γιώργος Γούσης | υποψήφιος για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη με την ταινία Μαγνητικά Πεδία

Αγαπώ το “Ακατανίκητοι Εραστές” του Σταύρου Τσιώλη γιατι είναι μια ταινία που μοιάζει με εκείνο το καλοκαίρι στη ζωή σου, που έτυχε να είσαι λυπημένος και έφυγες για διακοπες αναγκαστικά, μόνος σου, μπας και σου περάσει. Ψάχνοντας να βρω κι αλλους λογους που μου αρέσει αυτή η ταινία, βρήκα μια φράση του Τσιώλη σε μια συνέντευξή του, που τα λέει καλύτερα απο εμένα. Σας την παραθέτω: “…ανακάλυψα αυτή τη γραμμή του δρόμου όπου ξαφνικά χάνεις τη συναίσθηση της πραγματικότητας και περνάς σε μια άλλη διάσταση, που στη καθημερινή εμπειρία ποτέ δε θα βιώσεις. Κι όλα αυτά τόσο κοντά στον θάνατο… Αν λίγο ξεφύγεις απ’ αυτή τη γραμμή σε περιμένει ο θάνατος. Ίσως βέβαια και μια ευχάριστη έκπληξη.”

Άρης Καπλανίδης | υποψήφιος για το Βραβείο Μικρού Μήκους Ταινίας Animation με την ταινία Από το Μπαλκόνι

Το «Bios και Πολιτεία» του Περάκη! Εκεί καταλήξαμε! Δηλαδή ρωτάς την αγαπημένη μας ελληνική ταινία και πρώτη μας σκέψη είναι «Δε λέει να πούμε μία!». Αμέσως σοβαρέψαμε: Πρώτα-πρώτα να μην πούμε αυτήν που επηρέασε εμάς σαν δημιουργούς, δηλαδή το «Αλαλούμ» με τον Χάρρυ Κλυνν. Άρα τι; Θα αφήσουμε έξω το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Τσιώλη; Άλλαξε την ζωή μας η ταινία αυτή! Τέσπα … πάμε αλλιώς: Για αρχή ας το περιορίσουμε σε αυτές που θεωρούμε «ελληνικές». Και κάπως έτσι αποκλείουμε αμέσως τον αγαπημένο μας Έλληνα σκηνοθέτη, τον Νίκο Νικολαϊδη. Είναι πολύ άδικο να πρέπει να πεις μία… πάει το “Singapore Sling”! Τότε να πούμε «Η Κάλπικη Λίρα»! Αλλά όχι, είναι αναγνωρισμένη παγκοσμίως, δεν έχει ανάγκη! Για τον ίδιο λόγο δεν λέμε την «Λούφα και Παραλλαγή». Α! Ο Περάκης! Και πρώτο μας έρχεται το «Αρπα Colla»! Και αμέσως λέμε «Όχι! Το Bios και Πολιτεία είναι καλύτερο!», έχει απίστευτο χιούμορ, το καλύτερο καστ, ευφάνταστη πλοκή, διαχρονική σάτιρα και είναι μαγειρεμένο αποκλειστικά με ελληνικά υλικά! Επίσης το «Αρπα Colla» είναι για τους ανθρώπους του σινεμά, μόνο εμάς ενδιαφέρει, άρα ναι! Το «Bios και Πολιτεία»! 

Ξέρουμε, βγήκε 200 λέξεις, αλλά πέρσι ένα αντίστοιχο κείμενο για την «Αγέλαστο Πέτρα» ήταν επίσης 200, τις μετρήσαμε!

– Άρης Καπλανίδης & Ηλίας Ρουμελιώτης

Νίκος Τσεμπερόπουλος | υποψήφιος για το Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους με την ταινία Soul Food

Από την Άκρη της Πόλης (Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 1998)

Τόσο σκληρό, τόσο ωμό, τόσο βρώμικο, όσο το κέντρο της Αθήνας. Kαί τότε καί τώρα. Και εν τελεί τόσο αληθινό και αυθεντικό – αυτές είναι οι λέξεις. Οι ερασιτέχνες έφηβοι ηθοποιοί με τις φατσάρες τους και όλο το αληθινό βίωμα που σέρνουν από πίσω, βρίσκονται ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ αθωότητας και μόλυνσής της από τα σκατά που έρχονται ασταμάτητα απ’ έξω. Ο Γιάνναρης εμβαθύνει μέχρι να φτάσει στον πυρήνα καί της σκατίλας του απ’ έξω καί της αθωότητας του από μέσα των χαρακτήρων του, όπου καί τα δύο αναδύουν τις μυρωδιές τους ισόποσα σε μία ταινία αντιστοίχου μεγέθους με το Kids, αν μιλήσουμε με όρους αποτύπωσης της πραγματικότητας και της αλήθειας της.

Εύα Στεφανή | υποψήφια για το Βραβείο Ντοκιμαντέρ με την ταινία Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.

Η αγαπημένη μου ταινία παραμένει το πρώτο έργο του Αλέξη Δαμιανού “Μέχρι το Πλοίο“. Ο ήρωάς του κατρακυλά σαν κοτρώνα, από το βουνό στο λιμάνι του Πειραιά  για να πάρει το πλοίο με την ελπίδα μιας καλύτερης μοίρας. Η πορεία αυτή, από το βουνό στο λιμάνι είναι ένα χωμάτινο αλλά και πνευματικό ταξίδι, μια παραβολή για την ακανόνιστη διαδρομή του ανθρώπου στον κόσμο. Με τραχύτητα και αθωότητα ο Δαμιανός χαιδεύει τους ήρωές του, σαν επίγειους άγιους. Κάθε φορά που βλέπω αυτήν την ταινία αγαπώ πιο πολύ τους ανθρώπους, ακόμα κι εμένα.

Best of internet