Quantcast

Οι 10 καλύτερες whodunit ταινίες ever, σε περίπτωση που Knives Out και Glass Onion σας άνοιξαν την όρεξη

Ίσως το πιο εθιστικό και comforting κινηματογραφικό genre, ίσως όχι, προχωράμε

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

20 Ιανουαρίου 2023

Το έγκλημα πουλάει – όλοι το ξέρουν αυτό. Πουλάει σχεδόν όσο και το σεξ. Κατά μία έννοια, δεν διαφέρουν και τόσο πολύ άλλωστε. Αμφότερα αφορούν κατά βάθος την επιθυμία για παράβαση των κανόνων, άρση των απαγορεύσεων και υπέρβαση των ορίων, με την ικανοποίηση του φετίχ, με το σπάσιμο του ταμπού – κι η οθόνη είναι μια ιδανική επιφάνεια για να προβληθούν οι ορμές και οι φαντασιώσεις που μας κάνουν να γοητευόμαστε από τις ιστορίες εγκλήματος. Έτσι μπορεί, ίσως, να ερμηνευθεί η βαθιά σύνδεση μεταξύ του σινεμά και των αναπαραστάσεων του εγκλήματος, αλλά και η ερεθιστική επίδραση που έχουν αυτές οι κινηματογραφικές αναπαραστάσεις στη συλλογική λαϊκή φαντασία.

Φυσικά, υπάρχει μεγάλη εσωτερική ποικιλία σε αυτές τις αναπαραστάσεις και, τουλάχιστον στην κυρίαρχη κινηματογραφική παράδοση, η φαντασίωση διατάραξης της έννομης τάξης μέσα από το έγκλημα (και, στην πιο ακραία περίπτωση, τον φόνο) ακολουθείται από μια αποκατάσταση των κυρίαρχων αξιών και μια επιβεβαίωση της κοινωνικής ομαλότητας, συνήθως μέσα από μια διαδικασία απονομής δικαιοσύνης που συμφωνεί με την αστική ηθική και ιδεολογία. Μιλώντας για φόνο, αυτό ίσως ερμηνεύει και τον διπλό χαρακτήρα που έχει το murder mystery και το whodunit ως διακριτό genre: από τη μία μας ιντριγκάρει η παράβαση του νόμου που διασαλεύει την τάξη και θέτει σε κίνηση την ιστορία, από την άλλη μας καθησυχάζει και μας καταπραΰνει η τάση του είδους για πλήρη τακτοποίηση και επαναφορά της τάξης στο τέλος της αφήγησης. Ίσως γι’ αυτό πρόκειται για ένα τόσο comforting genre, επειδή μας φέρνει σε επαφή με την σκοτεινή πλευρά, τον κίνδυνο και την παράβαση σε micro-dosing, τόσο όσο, διατηρώντας ακέραια την υπόσχεση ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά.

Δεν θα επεκταθώ πολύ σε αυτό, ούτως ή άλλως κάποια από αυτά τα έχουμε αναλύσει και σε μορφή βίντεο, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την γοητεία που ασκεί το έγκλημα ως μέρος της μαζικής pop κουλτούρας. Το καλύτερο παράδειγμα για όσα λέμε εδώ πάντως είναι φυσικά οι ιστορίες της Agatha Christie και οι κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές μεταφορές τους. Έχουμε μιλήσει αναλυτικά στο παρελθόν για το αγκαθακριστικό σινεμά και τηλεόραση, οπότε δεν θα το κάνουμε εδώ. Θα πούμε όμως ότι η διαχρονική επιτυχία και δημοτικότητα του έργου της είναι ενδεικτική του είδους της λατρείας που απολαμβάνει το εν λόγω genre. Προσοχή όμως: δε μιλάμε γενικά για crime films. Αυτό θα άνοιγε προφανώς πάρα πολύ την ομπρέλλα. Μιλάμε, όπως είπαμε, για murder mystery films που παίρνουν την μορφή του whodunit, δηλαδή ταινίες η κατασκευή των οποίων περιστρέφεται γύρω από την μεθοδική διερεύνηση, διαλεύκανση και επίλυση του εγκλήματος από έναν ατομικό ή συλλογικό νου, προσφέροντας αφενός μια ψυχολογική (κι ενίοτε κοινωνική) ερμηνεία των κινήτρων και αφετέρου μια απονομή δικαιοσύνης είτε με θεσμική μορφή είτε ως ηθική δικαίωση.

Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στο συγκεκριμένο sub-genre, και πιστεύω ότι αυτό συνδράμει έντονα στις comforting και wholesome ποιότητές του. Αυτού του είδους τα whodunit films έχουν κάτι έντονα στερεοτυπικό – και, ακόμα σημαντικότερο, δείχνουν να έχουν πλήρηση συνείδηση αυτής της στερεοτυπικότητας. Υπάρχει ένας απόλυτος σεβασμός και αγάπη προς τους κανόνες του είδους, πράγμα εμφανές ακόμα κι όταν μια ταινία προσπαθεί να παίξει με αυτούς ή ακόμα και να τους ανατρέψει. Πρόκειται λοιπόν για ένα sub-genre που είναι βαθιά ερωτευμένο με τις συμβάσεις του, και μαζί του τις αγαπάει και το κοινό: ξέρει τι να περιμένει, θέλει να νιώσει έκπληξη και αγωνία, αλλά θέλει επίσης τα πράγματα να πάνε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όχι τόσο με όρους δραματουργικού περιεχομένου, όσο με όρους κατασκευαστικής μορφής – ή, ακριβέστερα, μεθόδου. Τα δομικά στοιχεία μπορούν να εμφανιστούν σε διάφορες παραλλαγές: ο εγκλωβισμός σε έναν (κυριολεκτικό ή μεταφορικό) κλειστό χώρο, ο πατριάρχης ή μια κυρίαρχη φιγούρα που ασκεί εξουσία, το υπηρετικό προσωπικό ή εν γένει οι υποτελείς, τα ένοχα μυστικά και τα σκοτεινά κίνητρα, ο επαγγελματίας ευφυής ντετέκτιβ ή ένας ερασιτέχνης κυνηγός της αλήθειας. Ακόμα κι αν ανακατευτούν, θα πρέπει -με κάποιο τρόπο- να βρίσκονται εκεί.

Η φυσικά, η αφορμή με την οποία τα λέμε όλα αυτά, κι η πρόσφατη πνοή δροσιάς που αναζωογόνησε το genre, είναι οι μετα-αγκαθακριστικές whodunit ταινίες του Rian Johnson στο Netflix, πρώτα το Knives Out του 2019 κι έπειτα το Glass Onion του 2022, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικές βδομάδες στην streaming πλατφόρμα (και δυστυχώς μόνο σε αυτήν). Μην τα ξαναλέμε, περάσαμε πολύ καλά με το Knives Out. Βασικά, πολύ καλύτερα απ’ όσο περιμέναμε. Υπήρχε ήδη μια συμπάθεια προς τον Johnson, πρωτίστως λόγω του neo-noir διαμαντακίου Brick αλλά και του αμφιλεγόμενου The Last Jedi (fight me), αλλά πράγματι δεν περίμενα να είναι *τόσο* απολαυστικό. Ο Johnson παίρνει ένα φαινομενικά ξεφτισμένο αλλά βαθιά comforting είδος και του δίνει το ένα twist μετά το άλλο, το αναποδογυρίζει, το ξαναφέρνει στα ίσια του, του κόβει τα πόδια, το ξαναστήνει όρθιο. Το καστ είναι εξαίρετο (με τον Daniel Craig να αποδεικνύει πόσο υπέροχος κωμικός ηθοποιός είναι), ο ρυθμός είναι καταιγιστικός, το χιούμορ είναι πετυχημένο, το δράμα είναι έξυπνο. Όλα είναι στην σωστή θέση, τέλος πάντων, ώστε να προκύψει ένα γνήσιο δείγμα μαζικολαϊκού fun σινεμά.

Το Knives Out ήταν απενοχοποιημένα φορμουλαϊκό, αλλά η πετυχημένη χρήση των συστατικών ώστε να βγει μια ελαφρώς παραλλαγμένη αλλά εν τέλει αναγνωρίσιμη και δοκιμασμένη συνταγή ήταν ο βασικός παράγοντας επιτυχίας της ταινίας. Ε, την ίδια ακριβώς επιτυχία επιχείρησε να προσομοιώσει το Glass Onion τρία χρόνια, μόνο που αυτή η φορμουλαϊκότητα δεν λειτούργησε το ίδιο καλά. Όχι πως δεν πέρασα όμορφα, μια χαρά πέρασα, αλλά μου έλειψε η παλιομοδίτικη σπιρτάδα και μαστοριά του Knives Out, τόσο ως προς το ξετύλιγμα της αφήγησης όσο και ως προς την οπτική-τεχνική κατασκευή της ταινίας. Μου φάνηκε πως το Glass Onion προσπάθησε να γίνει λίγο πιο άγαρμπα “ταινία κοινωνικού μηνύματος” σε σχέση με τον προκάτοχό του. Όχι πως το Knives Out ήταν ιδιαίτερα σύνθετο ή λεπτεπίλεπτο στον κοινωνικό του σχολιασμό, αλλά ένιωσα πως το επίπεδο του whodunit μυστηρίου και το επίπεδο της θεματικής επεξεργασίας ήταν σε καλύτερη επικοινωνία μεταξύ τους. Ίσως στο Glass Onion απλά δε μου δούλεψε τόσο πολύ το ηλιόλουστο ελληνικό setting, δε με ενδιέφερε τόσο πολύ το story και οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, δεν ενθουσιάστηκα τόσο πολύ με το cast, και εν τέλει μου φάνηκε πως κάτω από το παιχνίδι με τις συμβάσεις του genre η ταινία κρυφο-παίρνει τον εαυτό της ένα τσακ πιο σοβαρά απ’ όσο θα έπρεπε. Μήπως ήταν λιγότερο έξυπνο απ’ ό,τι νόμιζε; Μήπως ήταν λίγο πιο smug και αυτάρεσκο απ’ όσο σήκωνε; Όπως και να ‘χει, είπαμε: ήταν fun.

Σε κάθε περίπτωση, το Glass Onion μου άνοιξε την όρεξη. Όχι τόσο πολύ όσο άνοιξε η όρεξη του Netflix για άλλο ένα serialized franchise (τα λέει πολύ καλά εδώ ο ίδιος ο Johnson για την κυρίαρχη τάση της βιομηχανίας του θεάματος), αλλά αρκετά ώστε να κάτσω να σκεφτώ και εν μέρει να ξαναδώ παρόμοιες ταινίες από το κινηματογραφικό παρελθόν. Έτσι, είπα να φτιάξω μια λίστα με τις 10 αγαπημένες μου whodunit ταινίες. Η λίστα δεν περιλαμβάνει γενικώς και αορίστως ταινίες με φόνο και μυστήριο. Όπως είπαμε και πριν, αυτό που ψάχνουμε είναι ένας σεβασμός και μια φροντίδα, ειλικρινή ή ειρωνική, για τις υπερβολικά εμφανείς συμβάσεις του είδους. Έτσι, δεν χωράει σε αυτήν την λίστα κάθε είδους ταινία με ντετέκτιβ, οπότε οι πιο noir, hard-boiled κλπ ιστορίες εγκλήματος δε μας κάνουν εδώ. Θέλουμε πιο αγκαθακριστικά πράγματα, όχι υπερβολικά σκοτεινά, που να ρέπουν κιόλας ενίοτε προς τη μαύρη κωμωδία ή γενικά το παιχνιδιάρικο ύφος. Είναι μια τάση που την έχουμε δει να ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά είδους, από το Ready or Not και το See How They Run μέχρι το Game Night και το Bodies Bodies Bodies, φτάνοντας έως το Bad Times at the El Royale ή ακόμα και το The Hateful Eight. Αν τυχόν δεν τα έχετε τσεκάρει, ρίξτε μια ματιά, ίσως σας ενδιαφέρουν. Στην λίστα θα δούμε λίγο πιο κλασικά πράγματα που αξίζει να ανακαλύψετε ή να ξαναδείτε, ξεκινάμε.

And Then There Were None (Rene Clair, 1945)

Δεν θα βάλουμε πολλή Agatha Christie, αλλά δε γίνεται να λείπουν και τα βασικά. Και δεν υπάρχει κάτι πιο κλασικό από αυτήν την μεταφορά του Rene Clair.

Sleuth (Joseph L. Mankiewicz, 1972)

Μια από τις πρώτες meta εκδοχές της κινηματογραφικής ενασχόλησης με την αστυνομική λογοτεχνία, με πανέξυπνο σενάριο και καταπληκτικές ερμηνείες.

The Last of Sheila (Herbert Ross, 1973)

Από τις πιο έντονες επιρροές του Knives Out και ειδικά του Glass Onion, σύμφωνα με τον ίδιο τον Johnson. Απολαυστικότατη ταινία.

Murder on the Orient Express (Sidney Lumet, 1974)

Η απόλυτη μεταφορά Agatha Christie στη μεγάλη οθόνη. Και ο μεγάλος μάστορας Sidney Lumet έχει ξαναπιάσει το είδος στο Deathtrap, ενώ και το 12 Angry Men δεν είναι τόσο μακριά κατά μία έννοια.

Murder by Death (Robert Moore, 1976)

Μακράν η πιο αρχετυπική παρωδία/φόρος τιμής προς το είδος του country-house whodunit, διασκεδαστική μέχρι και σήμερα χωρίς να είναι κανένα αριστούργημα.

Clue (Jonathan Lynn, 1985)

Ναι, η ταινία που βασίστηκε στο Cluedo. Επίσης πολύ σαφής η επιρροή της ταινίας στον Johnson, και άξιο -θα πω- το cult following που έχει αναπτύξει με τα χρόνια.

The Name of the Rose (Jean-Jacques Annaud, 1986)

Το αριστούργημα του Umberto Eco είναι μια μεταμοντέρνα μίξη κλασικού whodunit με μεσαιωνική φιλοσοφία. Η ταινία δεν είναι τόσο καλή όσο το βιβλίο, αλλά και πάλι την αγαπάμε.

Gosford Park (Robert Altman, 2001)

Το κύκνειο άσμα του σπουδαίου Robert Altman είναι μια μαύρη σάτιρα ταξικού μυστηρίου, στα χνάρια του αριστουργηματικού The Rules of the Game του Jean Renoir, και ίσως η καλύτερη ταινία της λίστας, αν με ρωτάτε.

8 Women (Francois Ozon, 2002)

Υπερβολικά διασκεδαστικό φιλμ με υπερβολικά πληθωρικό καστ (όλες οι Μεγάλες Κυρίες™ του γαλλικού σινεμά είναι εδώ) και ασταμάτητο μπαστάρδεμα κινηματογραφικών genres. Στο κέντρο υπάρχει ένας φόνος.

Identity (James Mangold, 2003)

Ίσως το θυμάστε σαν μεγάλο dvd hit της εποχής των βίντεο κλαμπ, κάτι που του δίνει μια ελαφριά cult χροιά, και κλείνουμε την λίστα όπως την αρχίσαμε: με μια (χαλαρή εδώ) μεταφορά του And Then There Were None.

Best of internet