Quantcast

Οι 10 καλύτερες mockumentary ταινίες και σειρές, σε περίπτωση που το Cunk on Earth σας άνοιξε την όρεξη

Η βρετανική σειρά έγινε viral στο Netflix, αλλά το genre έχει μεγάλη ιστορία πίσω του

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

12 Φεβρουαρίου 2023

Το έχουμε ξαναπεί με διαφορετικές αφορμές, αλλά ας το πούμε άλλη μια φορά: η κινηματογραφική φόρμα του ντοκιμαντέρ δείχνει να περνάει μια νέα χρυσή εποχή τα τελευταία χρόνια. Βγάζει νόημα, έτσι δεν είναι; Πρώτον, η εποχή του streaming κι ιδιαίτερα η κυριαρχία του Netflix δημιούργησε τις συνθήκες για αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης ντοκιμαντέρ. Κατά μία έννοια, πρόκειται για επιστροφή της παραδοσιακής τηλεοπτικής αντίληψης του ντοκιμαντέρ αλλά με ενισχυμένη κινηματογραφικού τύπου παραγωγή. Δεύτερον, οι κινηματογραφικοί θεσμοί όπως τα φεστιβάλ και τα βραβεία ανοίγονται περισσότερο στην ανάδειξη του ντοκιμαντέρ, χαλαρώνοντας τον διαχωρισμό fiction/non-fiction, και μάλιστα δίνοντας και μεγάλα βραβεία σε τέτοια φιλμ, όπως συνέβη πέρσι στην Βενετία με το All the Beauty and the Bloodshed της Laura Poitras. Ούτως ή άλλως, δύσκολα μπορεί να σταθεί κάποια στιβαρή οντολογική ή μεθοδολογική διάκριση ανάμεσα σε μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ. Από τη στιγμή που η αφήγηση υψώνεται στο επίπεδο της εικόνας, η γλώσσα του μέσου θέτει τους δικούς της κανόνες. Κι ανάμεσα σε αυτούς τους κανόνες ξεχωρίζει εκείνος που λέει ότι η λογική της κινηματογραφικής εικόνας έχει ως στόχο της όχι να αναπαριστά αλλά να κατασκευάζει αλήθειες – άσχετα άμα το κάθε μεμονωμένο φιλμ φέρει την ταμπέλα του fiction ή του non-fiction.

Ακόμα περισσότερο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χαλάρωση της διάκρισης ανάμεσα σε fiction και non-fiction είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Πράγματι, ο 21ος αιώνας, κι ιδιαίτερα η δεύτερη δεκαετία του, έθεσε το ζήτημα μιας post-truth πολιτικής/πολιτιστικής πραγματικότητας στην ημερήσια διάταξη, ενώ η ειρωνεία έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο (σχεδόν αόρατο πια) εργαλείο επικοινωνίας και αναπαράστασης, ειδικά στην σφαίρα του ψηφιακού. Καθόλου εντύπωση λοιπόν δεν θα έπρεπε να προκαλεί η όλο και αυξημένη δημοτικότητα της φόρμας του mockumentary, δηλαδή της χρήσης των συμβάσεων του παραδοσιακού ντοκιμαντέρ για κωμικούς σκοπούς. Χοντρικά, θα λέγαμε ότι το mockumentary συνιστά μια ειδική μορφή της κινηματογραφικής αμφοισβήτησης της διάκρισης ανάμεσα σε πραγματικότητα και μυθοπλασία. Το mockumentary χρησιμοποιεί το reality effect, το effet de réel που κατά τον Roland Barthes αποτελεί την τεχνική εμφάνισης ενός μυθοπλαστικού έργου ως ρεαλιστικό, για να παράξει μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας που θα προκαλεί κωμικά αποτελέσματα. Έτσι, το βασικό κωμικό εργαλείο του mockumentary είναι το να εφιστά συνεχώς την προσοχή στην τεχνητότητά του, δηλαδή στην παρουσία της κάμερας, του συνεργείου, των συντελεστών κλπ. Η παρουσία της κάμερας θυμίζει διαρκώς την παρουσία του κοινού που έχει την ψευδή αίσθηση ότι παρακολουθεί κάτι αληθινό στο οποίο οι χαρακτήρες επιτελούν τον εαυτό τους όχι μόνο ο ένας στον άλλον, αλλά και για τα μάτια του κόσμου. Η κάμερα κάνει ορατή την παρουσία της και εφιστά την προσοχή στην ύπαρξή της, έτσι ώστε οι χαρακτήρες να έχουν διαρκώς συνείδηση του ότι βλέπονται, ότι κάποιος τους κοιτάει. Γι’ αυτό και η αμηχανία ή το cringe αναδεικνύεται τόσο συχνά ως κωμικό περιεχόμενο του mockumentary ύφους.

Εδώ έχει βέβαια και μια σημασία η διάκριση των όρων. Καθώς ούτως ή άλλως, όπως είπαμε, τα όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα και μυθοπλασία είναι πάντα ασταθή όταν μιλάμε για το κινηματογραφικό μέσο, η ιστορία της χρήσης των συμβάσεων του ντοκιμαντέρ για σκοπούς που ξεπερνούν την ακριβή αναπαράσταση αληθινών γεγονότων είναι μακρά και σύνθετη. Ο όρος που λειτουργεί περισσότερο ως ομπρέλα είναι μάλλον αυτός του docu-fiction, ο οποίος αναφέρεται στην οργανική συνύπαρξη τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας που εμπεριέχεται στο έργο της οπτικής αναπαράστασης. Κάτι τέτοιο φαίνεται αν επιστρέψουμε στις απαρχές του ντοκιμαντέρ ως διακριτού είδους στις αρχές του 20ού αιώνα, μιας και ο όρος docu-fiction είναι έτσι κι αλλιώς αναδρομικός, όταν πρωτοπόροι όπως ο Richard Flaherty (και έπειτα ο Jean Rouch) είδαν στο σινεμά την δυνατότητα για ένα μέσο εθνογραφικής οπτικής καταγραφής, εισάγοντας ταυτόχρονα μυθοπλαστικά στοιχεία στην αναπαράσταση πραγματικών κοινωνικών πρακτικών σε αυτόχθονες κοινότητες (κάτι που πολύ νωρίς σατίρισε ο Luis Bunuel με το Land Without Bread το 1933). Το docu-fiction, βέβαια, δεν εφιστά την προσοχή του θεατή στην τεχνητότητά του. Ίσα ίσα, ακριβώς επειδή η συνύπαρξη τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας είναι οργανική, μερικές φορές είναι δύσκολο να διακρίνεις τις στιγμές που παίρνει το πάνω χέρι το ένα ή το άλλο. Το sub-genre που αξιοποιεί πλήρως την τεχνητότητα αυτής της διάκρισης είναι το λεγόμενο pseudo-documentary.

Το ψευδο-ντοκιμαντέρ, ακριβώς επειδή εφιστά την προσοχή στην τεχνητότητά του, κατ’ ουσίαν αναδεικνύει την ικανότητα του φιλμ ως μέσου να δημιουργεί κινηματογραφικά καθεστώτα αλήθειας, για να δανειστούμε τον όρο του Michel Foucault, δηλαδή φωτίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους διαχωρίζεται το κινηματογραφικά αληθές από το κινηματογραφικά ψευδές. Μ’ αυτήν την έννοια, το ψευδο-ντοκιμαντέρ έχει πολύ συχνά μια λειτουργία κριτική, ξεγυμνώνοντας τους τρόπους με τους οποίους η εικόνα εδραιώνει την εξουσία της παράγοντας αλήθειες. Ο πρωτοπόρος μιας τέτοιας χρήσης του φιλμ είναι φυσικά ο Orson Welles, με την ραδιοφωνική φάρσα του War of the Worlds το 1938 που έπεισε τους ανθρώπους πως η Γη δέχεται εισβολή Αρειανών να αποτελεί το πρώτο του ψευδο-ντοκιμαντέρ, έστω κι αν δεν περιελάμβανε ακόμα την εικόνα. Αργότερα χρησιμοποίησε περισσότερο τις τεχνικές του ψευδο-ντοκιμαντέρ στο Citizen Kane και το Mr. Arkadin, ενώ τις τελειοποίησε με το meta αριστούργημά του, το F for Fake του 1973. Μια παρόμοια κριτική λειτουργία θα βρίσκαμε επίσης στα έργα του σπουδαίου ντοκιμαντερίστα Peter Watkins, ειδικότερα το The War Game του 1965 και το Punishment Park του 1971, αλλά και μετέπειτα ταινίες αποκαλυπτικού πυρηνικού πανικού που επηρεάστηκαν από αυτόν, όπως το The Atomic Café του 1982 και το Threads του 1984. Στη δεκαετία του ’60 και του ’70 πάντως θα βρούμε κι άλλους σπουδαίους δημιουργούς να πειραματίζονται με το ψευδο-ντοκιμαντέρ, όπως η Shirley Clarke στο The Connection ή ο Federico Fellini στο The Clowns.

Παρότι κάποια από τα παραπάνω έργα έχουν μια λιγότερο ή περισσότερο εμφανή σατιρική πτυχή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το mockumentary το ξεκάθαρα κωμικό αντίστοιχο του pseudo-documentary. Το mockumentary μπορεί να είναι εντελώς scripted ή να περιλαμβάνει αυτοσχεδιασμό. Μπορεί όλοι οι εμπλεκόμενοι να αποτελούν μέρος της παραγωγής, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και αλληλεπίδραση με ανυποψίαστους ανθρώπους. Παρότι οι ρίζες του mockumentary ξεκινάνε στα 60s και τα 70s, όπως θα δούμε παρακάτω, το είδος περνάει σταδιακά στο κινηματογραφικό mainstream την δεκαετία του ’80 και του ’90, ενώ από τις αρχές του 21ου αιώνα κι έπειτα αρχίζει να γίνεται ένα όλο και πιο κυρίαρχο κωμικό τηλεοπτικό format τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μεγάλη Βρετανία. Μιλώντας γι’ αυτήν την τελευταία, καθόλου τυχαία ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βρετανικά τηλεοπτικά μυαλά, ο Charlie Brooker (δημιουργός μεταξύ άλλων του Black Mirror αλλά και του Dead Set), πειραματίστηκε συχνά με το mockumentary. Τελευταίο τέτοιο παράδειγμα είναι βεβαίως το Cunk on Earth, η πρόσφατη τηλεοπτική σειρά που έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Σεπτέμβριο στο BBC κι έγινε viral την τελευταία βδομάδα με την κυκλοφορία του στο Netflix (ε, θα πείτε, τι πιο σύνηθες να συμβεί). Η Philomena Cunk, παιγμένη με απολαυστικά deadpan τρόπο από την Diane Morgan, είχε εμφανιστεί ήδη σε προηγούμενα mockumentaries που εμφανίζονταν ως segments των Wipe εκπομπών του Brooker, τα οποία έπειτα πήραν την αυτοτελή μορφή του Cunk on Britain πίσω στο 2018.

Όποιος έχει δει το Cunk on Earth, γνωρίζει πως έχει κάτι το εθιστικό και καταπραϋντικό. Χωρίς να είναι φοβερά έξυπνο ή καλογραμμένο, αποτελεί τουλάχιστον μια επιτυχή επιστροφή του Brooker μετά τα στραβοπατήματα του Black Mirror (ξανά και ξανά) αλλά και το μετριότατο πανδημικό mockumentary Death to 2020. Με αφορμή τον πανικό που έχει προκαλέσει η σειρά, λοιπόν, είπαμε να φτιάξουμε ένα αφιέρωμα στο mockumentary ως είδος, με κατάληξη μια λίστα με τους 10 αγαπημένους μας τίτλους στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, μαζί με κάποια διάσπαρτα honorable mentions. Πριν προχωρήσουμε στην λίστα, όμως, ας ξεκαθαρίσουμε για χάρη συντομίας και ακρίβειας πως αφήνουμε απ’ έξω τα (πολλά) sitcoms που χρησιμοποιούν το mockumentary ύφος τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αφού εκεί η παραπομπή στο ντοκιμαντέρ είναι περισσότερο στυλιστική και δεν αγγίζει ιδιαίτερα το περιεχόμενο. Έτσι, μην περιμένετε να δείτε Trailer Park Boys, The Office, Parks and Recreation, Modern Family, What We Do in the Shadows, Abbott Elementary κλπ. Αντιθέτως, εστιάζουμε και κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς τίτλους που βασίζονται περισσότερο στην αληθοφάνεια και την συνδιαλλαγή με το ντοκιμαντέρ. Πάμε.

David Holzman’s Diary (James McBride, 1967)

Μάλλον η απαρχή του σύγχρονου κωμικού κινηματογραφικού mockumentary, μαζί με το Take the Money and Run του Woody Allen και το Real Life του Albert Brooks. Το σατιρικό meta self-portrait που κατασκέυασε ο James McBride το 1967 παραμένει και σήμερα ένα από τα πιο καλά κρυμμένα διαμάντια του μοντέρνου σινεμά.

How to Irritate People (John Cleese & Graham Chapman, 1968)

Ναι, το mockumentary αποτέλεσε σήμα-κατατεθέν για κάμποσα από τα πιο αξιομνημόνευτα bits των Monty Python, αλλά πριν την τηλεοπτική τους εκπομπή το συγκεκριμένο στυλ δοκιμάστηκε πρώτα από τους John Cleese και Graham Chapman στο τηλεοπτικό special How to Irritate People, όπου εμφανίζονταν κι οι Michael Palin και Connie Booth.

Zelig (Woody Allen, 1983)

Ο Woody Allen ήταν από τους πρώτους που έπαιξε με το mockumentary πίσω στο 1969 με το Take the Money and Run, αλλά το φανταστικό Zelig αποτελεί σίγουρα την πιο ολοκληρωμένη και πρωτότυπη απόπειρά του στο είδος, το οποίο επισκέφτηκε μια ακόμα φορά με το Sweet and Lowdown του 1999.

This Is Spinal Tap (Rob Reiner, 1984)

Κατά μία έννοια, εδώ ξεκινάνε όλα όσον αφορά το mainstream mockumentary, με την ιδιοφυΐα του Christopher Guest να ξεχωρίζει, όπως θα δούμε και παρακάτω. Το εξαιρετικό Spinal Tap ενέπνευσε μια σειρά ακόμα από τέτοιου είδους μουσικές ταινίες τα επόμενα χρόνια, όπως το Fear of a Black Hat, το CB4 και το Hard Core Logo μεταξύ άλλων.

Man Bites Dog (Rémy Belvaux, André Bonzel & Benoît Poelvoorde, 1992)

Σαφώς λιγότερο γνωστό από το Spinal Tap, αλλά εξίσου επιδραστικό κινηματογραφικά κατά μία έννοια, αυτό το βελγικό καλτ διαμάντι αποτέλεσε κάτι σαν το Cannibal Holocaust του mockumentary. Πρέπει να το δείτε για να το πιστέψετε. Μιλώντας για καλτ διαμάντια, τσεκάρετε και το The Falls του Peter Greenaway από το 1980 και το Forgotten Silver του Peter Jackson από το 1995.

Waiting for Guffman (Christopher Guest, 1996)

Εδώ είναι η μεγαλοφυΐα του Christopher Guest, βασικού σεναριογράφου του Spinal Tap, αρχίζει να ξεδιπλώνεται σε όλο της το εύρος. Ουσιαστικά, όλες οι αγαπημένες σας sitcom σειρές με ντοκιμαντερίστικο στυλ χρωστάνε το στυλ τους σε αυτόν τον άνθρωπο. Εδώ ο Guest συνεργάζεται επίσης για πρώτη φορά με τον Eugene Levy, ο οποίος είχε πειραματιστεί ήδη με το είδος με το The Last Polka του 1985. Τα επόμενα χρόνια ακολουθούν οι συνεργασίες τους στα Best in Show (το προσωπικό μου αγαπημένο), A Mighty Wind και For Your Consideration.

Brass Eye (Chris Morris, 1997)

Μιλώντας για μεγαλοφυΐες, πάμε στον Chris Morris, τον άνθρωπο που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συν-δημιουργήσει ήδη το υπερ-επιδραστικό The Day Today με τον έτερο Βρετανό Καππαδόκη, τον Armando Iannucci. Το Brass Eye, στο οποίο έκανε τα πρώτα του τηλεοπτικά βήματα κι ο Charlie Brooker, αποτελείται από 7 τρομερά τηλεοπτικά μίνι-mockumentaries που απλά πρέπει να δείτε για να τα πιστέψετε (και πάλι ίσως δυσκολευτείτε).

Borat (Sacha Baron Cohen, 2006)

Για τουλάχιστον μια δεκαετια, ο Sacha Baron Cohen ήταν ο βασιλιάς του είδους – τουλάχιστον μέχρι να τον διαδεχθεί το επόμενο όνομα της λίστας. Έχοντας ήδη βρει επιτυχία με τον χαρακτήρα του Ali G, o Cohen έφτιαξε το πιο επιδραστικό mockumentary του 21ου αιώνα με το Borat, επανερχόμενος τρία χρόνια αργότερα στο είδος με το Bruno. Αν με ρωτάτε, πάντως, θεωρώ πως οι καλύτερες δουλειές του είναι τα πιο πρόσφατα (και πιο ώριμα) Borat Subsequent Moviefilm και Who Is America?.

Nathan for You (Nathan Fielder, 2013-2017)

Κανείς μας δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς είναι αυτό που κάνει ο Nathan Fielder. Είναι mockumentary; Είναι reality; Είναι scripted; Είναι αυθόρμητο; Βασικά, το σίγουρο είναι πως είναι γεμάτο ερωτήσεις και αμφισημίες. Και ότι μάλλον βρίσκεται πέρα από τα όρια του ηθικού και του ανήθικου. Και ότι ίσως ο Nathan Fielder είναι ο διάβολος. Σε κάθε περίπτωση, το Nathan for You είναι από τα πιο συναρπαστικά πράγματα που έχουν συμβεί στην αμερικάνικη τηλεόραση την τελευταία δεκαετία, κι ο Fielder συνεχίζει το έργο του στο The Rehearsal αλλά και ως παραγωγός στο φανταστικό How To with John Wilson.

American Vandal (Dan Perrault & Tony Yacenda, 2017-2018)

Από τα καλύτερα πράγματα που έχει δημιουργήσει το Netflix. Και φυσικά, καμία έκπληξη εδώ, το ακύρωσε μετά από δύο σεζόν. Σε κάθε περίπτωση, το American Vandal λειτούργησε εξαιρετικά τόσο ως παρωδία των true crime ντοκιμαντέρ που γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή εκείνο το διάστημα, όσο και ως mockumentary που στέκεται αυτοτελώς στα πόδια του. Για κάτι παρόμοιο, και εξίσου αστείο, που παίζεται αυτήν την στιγμή, τσεκάρετε το Documentary Now! που έχει παντού πάνω του την σφραγίδα του Saturday Night Live.

Best of internet