Quantcast

Σινεμά σαν προσευχή: Για τον γιο του Andrei Tarkovsky o κινηματογράφος του πατέρα του είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση

Μιλήσαμε με τον Andrey A. Tarkovsky με αφορμή την προβολή της ταινίας του στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας

Το σινεμά του Andrei Tarkovsky είναι επίμονο. Μ’ αυτό εννοώ ότι είναι, πρακτικά, παντού. Όχι απαραίτητα με την έννοια της δημοτικότητας των μεμονωμένων ταινιών του ή με την αύξηση του πολιτισμικού κεφαλαίου που κουβαλάει το όνομα Tarkovsky. Αυτά πάντα είναι στο παιχνίδι – και μάλιστα όντως η ζήτηση για το έργο του μου φαίνεται με τα χρόνια αυξημένη μέσα σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον όλο και πιο αποστερημένο από υπερβατικότητα. Ο κόσμος επιθυμεί την υπέρβαση, την ψάχνει σε διάφορα μέρη, την βρίσκει παραδοσιακά και αναπόφευκτα στον Tarkovsky μεταξύ άλλων. Πέραν αυτών όμως εννοώ ότι το βλέμμα μας, ως βλέμμα που συνθέτει εικόνες αποδίδοντάς τους νόημα, είναι μοιραία επηρεασμένο από το δικό του. Ο Tarkovsky, περισσότερο μάλλον από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη, εξερεύνησε την ποιητική της εικόνας σε βαθμό που διαμόρφωσε νέους τρόπους του βλέπειν. Αν ο ποιητής Hölderlin υποστήριξε πως “ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος”, τότε ο Tarkovsky ήταν αυτός που έμαθε στον άνθρωπο του 20ου αιώνα να βλέπει ποιητικά.

Η καλλιτεχνική κληρονομιά του Tarkovsky μοιραία έχει τους τοποτηρητές και τους περιφρουρητές της. Ταυτόχρονα, όμως, έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει τις καρδιές των ανθρώπων έξω από το κύκλωμα της υψηλής τέχνης ή της λόγιας κινηματογραφίας. Στον πυρήνα του, το σινεμά του είναι εντελώς προσωπικό και άμεσο, στοχεύοντας στη πνευματική και αισθηματική επαφή μέσα από την εικόνα, στο να φέρει στο προσκήνιο αυτό που είναι πέρα από την αναπαράσταση ή το σύμβολο – πράγματα που τα καταφέρνει με ασύγκριτη ακρίβεια και ομορφιά. Ακόμα κι αν τον ακολουθεί η φήμη του “διανοούμενου” ή “απρόσιτου” σινεμά, όποιος έχει δει με μάτια ανοιχτά και καρδιά ανοιχτή τον κινηματογράφο του Tarkovsky, ξέρει ότι δεν είναι καθόλου δύσκολος. Ή, μάλλον, η μόνη δυσκολία που έχει είναι συναισθηματικής τάξης. Σε ανοίγει σε ένα μυστήριο που έχει υπερβατικό χαρακτήρα: σε καλεί να ζήσεις διαφορετικά, για λίγο, μέσα από την ποίηση του ρυθμού της κινηματογραφικής εικόνας.

Σ’ αυτό ακριβώς το μυστηριώδες κάλεσμα είναι που επιχειρεί να εστιάσει το Andrey Tarkovsky. A Cinema Prayer, η ταινία που δημιούργησε ο γιος του σκηνοθέτη, Andrei A Tarkovsky. Περισσότερο από ντοκιμαντέρ, πρόκειται για ένα ποιητικό αρχείο της ζωής του Tarkovsky, προσωπικής και καλλιτεχνικής. Η φωνή του σκηνοθέτη, προερχόμενη από πλήθος αρχειακών ηχογραφήσεων, ζωντανεύει μέσα από έναν μονόλογο που συνθέτει ανέκδοτες φωτογραφίες, σκηνές από γυρίσματα, ποιήματα του πατέρα του, Arseny Tarkovsky, και αφηγήσεις από το προσωπικό ημερολόγιο. Το Σινεμά Σαν Προσευχή, το οποίο προβάλλεται αυτές τις μέρες στις Νύχτες Πρεμιέρας και θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους μέσα στον Οκτώβριο από την Carousel Films, δεν έχει τίποτα το δημοσιογραφικά ντοκιμαντερίστικο. Δεν επιχειρεί μια σφαιρική μελέτη του Tarkovsky. Επιχειρεί μια εξερεύνηση βάθους μέσα από τον Tarkovsky. Μια προσωπική ταινία για τον πατέρα Tarkovsky, μια προσωπική υπόθεση για τον υιό Tarkovsky.

Με αφορμή την προβολή του Andrey Tarkovsky. A Cinema Prayer στο φετινό φεστιβάλ, λοιπόν, είχαμε την χαρά να συνομιλήσουμε με τον σκηνοθέτη. Παρακάτω ακολουθεί η συζήτησή μας, ελπίζουμε να την απολαύσετε.

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε συζητώντας για την έρευνα και την μεθοδολογία της ταινίας, για την οργάνωση όλου αυτού του υλικού, προσωπικού και μη. Πώς ήταν αυτή η διαδικασία;

Ήθελα να στήσω την ταινία γύρω από την φωνή του πατέρα μου. Η πρώτη ταινία που έκανα για εκείνον το 2003 ήταν βασισμένη στα ημερολόγιά του. Τώρα όμως ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν ήδη πολλές ταινίες για εκείνον που χρησιμοποιούν το ίδιο αρχειακό υλικό. Βρήκα αυτές τις ηχογραφήσεις στο αρχείο μας στην Φλωρεντία και πέρασα πάνω από 800 ώρες ακούγοντάς τες. Συνεντεύξεις, δημόσιες συζητήσεις, διαλέξεις, τα πάντα. Ακούγοντας το υλικό, ξεκίνησα να διαμορφώνω την ιστορία. Ήθελα την ιστορία να την λέει ο ίδιος ο Tarkovsky. Έπειτα διάλεξα το πιο αυτοβιογραφικό υλικό μέσα από τις ταινίες του και πήγαμε στις τοποθεσίες που γύρισε κι ο ίδιος της σκηνές του. Προσπάθησα να φτιάξω μια προσωπική ταινία που να μιλάει για την ζωή και το σινεμά του ως κάτι ενιαίο κι αδιαχώριστο.

Τι σε οδήγησε στο διαλέξεις αυτήν την συγκεκριμένη δομή για την ταινία;

Σίγουρα μια τέτοια προσέγγιση απαιτεί να δώσεις συγκεκριμένη δομή, αλλιώς το αποτέλεσμα θα κατέληγε δυσνόητο. Έτσι αποφάσισα να χωρίσω την ταινία σε χρονολογικές ενότητες με βάση τις ίδιες τις αναμνήσεις του, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία και την σχέση με τον πατέρα του. Ήταν μια εξαιρετικά σημαντική σχέση για την ζωή του. Ο παππούς μου ήταν ένα σπουδαίος Ρώσος ποιητής του 20ού αιώνα. Κατά έναν τρόπο, η κινηματογραφική ποίηση του πατέρα μου ήταν η μεταφορά των ιδεών του παππού μου στο φιλμ. Η σύνδεση μεταξύ των δύο λοιπόν έπρεπε να έχει κεντρική θέση στην ταινία. Αντίστοιχα ακολούθησα και μια χρονολογική διάκριση με βάση τις 8 ταινίες του, με κάθε μια από αυτές τις 8 ενότητες να ακολουθεί το τι σκεφτόταν κι ένιωθε εκείνη την περίοδο. Και βέβαια συνεχώς η φωνή κατευθύνει τον θεατή μέσα στην ταινία.

Πώς διαχειρίστηκες την ισορροπία της προσωπικής και καλλιτεχνικής σου εμπλοκής με την ταινία;

Είναι σίγουρα μια πολύ προσωπική ταινία. Σίγουρα έπρεπε να κάνω τον εαυτό μου πέρα προκειμένου να εκθέσω όσο γίνεται πιο πολύπλευρα τον πατέρα μου, χωρίς δικά μου φίλτρα κι επεμβάσεις. Αλλά φυσικά περιέχει μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου και των αναμνήσεών μου η ταινία. Κι ήταν μια προσωπική μου ανάγκη να ανασυγκροτήσω αυτές τις αναμνήσεις. Δεν ήταν μόνο πατέρας, ήταν και δάσκαλος για μένα. Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια απ’ τον θάνατό του κι ήθελα να ξανασκεφτώ τις αντιλήψεις μου για τον κόσμο και την τέχνη σε σχέση με τις δικές του. Βρίσκω πλέον μεγαλύτερο κοινό έδαφος μεταξύ μας απ’ ό,τι στο παρελθόν. Κι ήθελα βέβαια να δείξω στο κοινό, ειδικά το νεανικό και σύγχρονο κοινό, τον Tarkovsky όπως ήταν πραγματικά – όχι μέσα από το πρίσμα των κριτικών ή των δημοσιογράφων. Αλλά η ματιά είναι πρωτίστως προσωπική. Όλα αυτά τα συζητούσαμε και με τον διευθυντή φωτογραφίας, τον Alexsey Naidenov που είναι και ξάδερφός μου. Κι ο μοντέρ, ο Michal Leszczylowski, είχε δουλέψει στην Θυσία μαζί με τον πατέρα μου. Αμφότεροι τον γνώριζαν καλά, φέρνοντας μαζί τις δικές τους αναμνήσεις πλάι στις δικές μου.

Πράγματι η ταινία έβγαζε ζεστασιά κι οικειότητα, ειδικά όσο αναλογιζόσουν ότι αναπτύσσεται γύρω από δύο ζεύγη πατέρα-γιου: του πατέρα σου με τον παππού σου και του πατέρα σου με εσένα. 

Φυσικά, ήταν κάτι αναπόφευκτο. Η σύνδεση με τον παππού μου ήταν πολύ σημαντική για τον πατέρα μου. Ήταν πάντα ο πρώτος θεατής των ταινιών του. Η άποψή του ήταν τρομερά κρίσιμη για εκείνον. Συνήθιζε να λέει στον πατέρα μου ότι δεν φτιάχνει ταινίες αλλά ποίηση εν κινήσει. Όσον αφορά εμένα, προσπάθησα να μη με βάλω στο προσκήνιο. Αλλά αναγκαστικά η σχέση μας καθορίζει την ταινία, αφού είμαι ο δημιουργός της. Τα λόγια του στην ηχογράφηση ήταν πράγματα που έλεγε και σε μένα, μέσα στο σπίτι, στο τραπέζι που καθόμασταν. Το να φτιάξω την ταινία σήμαινε επίσης να δημιουργήσω επίσης και μια πιο καθαρή και ζωντανή ανάμνηση για εκείνον.

Έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς ξεδιπλώνεται η διαλεκτική ανάμεσα στο σινεμά, την ποίηση και την φωτογραφία μέσα στην ταινία. Είναι τρεις μορφές τέχνης που εξάλλου απασχολούσαν πολύ τον Tarkovsky. Πώς τις συναρμολόγησες;

Όπως είπα, η αφετηρία μας για να δομήσουμε την ιστορία της ταινίας ήταν η φωνή. Ουσιαστικά, δημιούργησα έναν μονόλογο. Μέσα από αυτόν, ξεκίνησαν να εμφανίζονται οι εικόνες. Έπειτα δεν ήταν καθόλου δύσκολο να συνθέσω την φωνή και τις εικόνες. Έχουμε στο αρχείο μας πάνω από 3000 φωτογραφίες από την ζωή του πατέρα μου. Έγινε έτσι μια πολύ προσεκτική διαλογή από τις φωτογραφίες και από τις ταινίες προκειμένου να διασφαλιστεί πρωτίστως ο προσωπικός χαρακτήρας της ταινίας. Κάποια πράγματα ίσως μοιάζουν άγνωστα για κάποιον που δεν γνωρίζει καλά την ζωή και το έργο του, αλλά το ζητούμενο είναι πάνω απ’ όλα η συναισθηματική επαφή με τον θεατή. Κατά έναν τρόπο μοιάζει με τον τρόπο που έκανε κι εκείνος ταινίες. Πάντα έλεγε ότι η πλοκή κι η ιστορία είναι κάτι δευτερεύον σε σύγκριση με την συναισθηματική επαφή. Υποστήριζε ότι ένα σενάριο δεν πρέπει ποτέ να είναι πάνω από 50 σελίδες και δεν πρέπει ποτέ να είναι κάτι παραπάνω από σκελετός της ταινίας. Η ταινία δημιουργείται στο γύρισμα. Κι η παρακολούθησή της πρέπει να βασίζεται όχι στην θέαση αλλά στη συμπόνια, το συναίσθημα και το μοίρασμα. 

Έχει ενδιαφέρον αυτό, γιατί ακόμα και σήμερα υπάρχει μια αντίληψη ότι οι ταινίες του πατέρα σου δεν είναι αρκετά προσβάσιμες για τους θεατές, παρόλο που η συναισθηματική επαφή βρίσκεται στον πυρήνα τους.

Ακριβώς. Αν κάτι τις κάνει μη-προσβάσιμες, αυτό είναι ότι οι άνθρωποι πολλές φορές δεν θέλουν να εμπλακούν συναισθηματικά. Προσπαθούν να τις αναλύσουν διανοητικά. Υπάρχει μια ιστορία για τον Solzhenitsyn, τον συγγραφέα, ο οποίος αντιπαθούσε το Αντρέι Ρουμπλιόφ και του έκανε έντονη κριτική. Είχε μια εντελώς ιδεαλιστική αντίληψη για τον ρωσικό μεσαίωνα και την πνευματικότητά του. Ο πατέρας μου όμως ήθελε να δείξει την πραγματικότητα, ότι η ζωή ήταν δύσκολη, αφόρητη. Όσο έβλεπε την ταινία, λοιπόν, κρατούσε σημειώσεις για να την κρίνει. Κι ο πατέρας μου έλεγε: “Πώς μπορείς να κατανοήσεις μια ταινία αν κρατάς σημειώσεις;”. Δε μένει χρόνος να έρθεις σε επαφή με το συναίσθημα. Κι αν πας να το αναλύσεις εγκεφαλικά, τότε χάνεσαι. Είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο εκ των υστέρων. Πολλά απ’ αυτά τα αναπτύσσει στο βιβλίο του, Σμιλεύοντας τον Χρόνο.

Βέβαια, είναι μεταφρασμένο εδώ και πολλά χρόνια στα ελληνικά.

Στην αρχή του βιβλίου, παραθέτει μια σειρά από επιστολές που του έστελνε κόσμος. Ο Σοβιετικοί κριτικοί πάντα τον επέκριναν ότι οι ταινίες του είναι μακριά από τον λαό. Αλλά οι επιστολές προέρχονταν από πολύ απλούς ανθρώπους, καθαρίστριες, μηχανικούς, εργάτες, που τον ευχαριστούσαν για τις ταινίες του. Οι καθημερινοί άνθρωποι είναι πιο ανοιχτόμυαλοι, κι έτσι είναι στην πραγματικότητα ευκολότερο γι’ αυτούς να κατανοήσουν μια ταινία. Το πρωτεύον είναι η συναισθηματική επαφή, την ώρα που όλοι κυνηγάνε τον συμβολισμό. Ο πατέρας μου ήταν εναντίον του συμβολισμού στο σινεμά και την τέχνη γενικά. Ένα σύμβολο αφορά το πεπερασμένο. Μόλις ξεκλειδώσεις το νόημά του, τελείωσε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να ανακαλύψεις. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να δημιουργήσει μια εικόνα. Η εικόνα αφορά το άπειρο, είναι απεριόριστη στην ανοιχτότητά της προς την ερμηνεία. Το βασικό δεν είναι να κατανοήσεις ένα έργο τέχνης, αλλά να το μοιραστείς. Μπορείς να αγαπάς ένα έργο τέχνης και χωρίς να το καταλαβαίνεις. 

Χρειάζεται ένα άλμα πίστεως.

Ακριβώς, είναι ένα άλμα πίστεως. Γι’ αυτό και πάντα η ανάλυση δε μπορεί παρά να έρθει εκ των υστέρων. Υπάρχει φυσικά φιλοσοφία μέσα στις ταινίες του, αλλά πάντα έλεγε ότι είναι ποιητής, όχι φιλόσοφος.

Μιας και ανέφερες τον Solzhenitsyn, κάνω τον εξής συνειρμό. Διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σου ότι διαφωνείς με την παρουσίαση του Tarkovsky ως πολιτικού αντιφρονούντα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.

Ναι, φυσικά. Μ’ έναν τρόπο πρόκειται επίσης για στερεότυπο. Ο ίδιος δεν είχε πολιτική αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση. Για την ακρίβεια, δεν τον ενδιέφερε η πολιτική, είτε της Ανατολής είτε της Δύσης. Ήθελε απλά να δουλέψει. Κι ο λόγος που έφυγε από την Ρωσία ήταν η δουλειά και μόνο. Χωρίς δουλειά η ζωή του δεν είχε νόημα. Ήταν καλλιτέχνης, κι ένας καλλιτέχνης έχει ανάγκη να μπορεί να δημιουργεί. 

Επιστρέφοντας στο θέμα της φωνής, ένιωσα ότι είχε μια στοιχειωτική ποιότητα κατά τη διάρκεια της ταινίας. Θεωρείς ότι και το σινεμά στοιχειώνεται ακόμα κατά έναν τρόπο από τον Tarkovsky;

Βέβαια. Για την ακρίβεια, γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Σχεδόν έχει μετατραπεί σε cult φιγούρα, το οποίο είναι παράξενο με έναν τρόπο. Είναι όμως κι ένα σημάδι πτώχευσης της σύγχρονης κινηματογραφίας και της σύγχρονης τέχνης εν γένει. Οι άνθρωποι αρχίζουν να κοιτάνε προς τα πίσω για να βρουν αυθεντικούς καλλιτέχνες. Έχει να κάνει βέβαια και με τις ταινίες του. Πιστεύω ότι παραμένουν αληθινά σύγχρονες. Μπορείς να τις δεις το 2020 και να έχεις την ίδια συναισθηματική ανταπόκριση με αυτή που είχαν οι θεατές του 1970. Είναι αγέραστες, παραμένουν φρέσκιες. Οι νέοι τις βλέπουν κι εκπλήσσονται. Υπάρχει ανάγκη για τέτοια τέχνη, που έχει να κάνει περισσότερο με την πνευματικότητα, την πίστη, την προσευχή και την αναζήτηση της αλήθειας. Από εκεί πηγάζει κι η κρίση του σινεμά, το οποίο γίνεται όλο και περισσότερο ψυχαγωγία και οικονομία. Πάντα ήταν, φυσικά, αλλά τώρα έχει ρουφήξει τα πάντα. Κι έτσι είναι πολύ δύσκολο να δουλέψεις σ’ αυτό το περιβάλλον σαν καλλιτέχνης. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Χρειαζόμαστε την ομορφιά. Χρειαζόμαστε την τέχνη. Κι η τέχνη πρέπει να μας εξυψώσει πνευματικά, όχι να εξυψώσει οικονομικά τους δημιουργούς της. 

Υπάρχει χώρος για τέτοιο σινεμά στο σημερινό κινηματογραφικό περιβάλλον;

Έτσι νομίζω. Πάντα υπήρχε χώρος. Αλλά επίσης πάντα ήταν δύσκολο. Πιστεύω όμως στο πέρασμα του χρόνου ως τελικό κριτή. Ο πατέρας μου πέρασε μια δύσκολη και σύντομη ζωή προκειμένου να καταφέρει να φτιάξει τις ταινίες του. Δεν είναι όλοι έτοιμοι και πρόθυμοι να το κάνουν αυτό. Είμαστε πολύ πιο τεμπέληδες πλέον. Και τείνουμε να φροντίζουμε υπερβολικά τους εαυτούς μας, οπότε είναι πιο δύσκολο πια να κάνουμε τέτοιες θυσίες. Κι απαιτεί επίσης μεγαλύτερο κόπο για να ερμηνεύσεις τον κόσμο γύρω σου, ο οποίος έχει γίνει πολύ πιο περίπλοκος.

Μιας και ανέφερες το Σμιλεύοντας τον Χρόνο πριν, θυμάμαι τον Tarkovsky να γράφει ότι τον ενδιαφέρει η άποψη μόνο δύο σκηνοθετών, του Bresson και του Bergman. Θα τον ενδιέφεραν πιστεύεις οι σημερινοί δημιουργοί;

Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως είναι μια διαδεδομένη ερώτηση ανάμεσα στους θαυμαστές του Tarkovsky, αλλά δε μπορώ να την απαντήσω. Ο ίδιος ήταν πολύ παραδοσιακός στα γούστα του. Πάντα έλεγε ότι για να εκφράσεις άποψη πάνω σε ένα έργο τέχνης πρέπει να το υποβάλλεις στη δοκιμασία του χρόνου. Να επιτρέψεις του υπόγειους σεισμούς να ενεργοποιηθούν. Υπάρχουν φυσικά πολλοί ενδιαφέροντες σκηνοθέτες σήμερα, αλλά θα ήταν λάθος να αναζητήσεις κάποιον που προσπαθεί να μιμηθεί το στυλ του Tarkovsky. Είναι πολύ σημαντική η καλλιέργεια του προσωπικού ύφους. Γι’ αυτό κι είναι τόσο δύσκολο να μιμηθεί κανείς το ύφος του Tarkovsky, επειδή είναι εντελώς προσωπικό. Είναι γελοίο λοιπόν να το αντιγράφεις, ακόμα κι αν το κάνεις με σεβασμό και αγάπη. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα ότι το βασικό καθήκον του καλλιτέχνη είναι η δημιουργία της δικής του καλλιτεχνικής γλώσσας. Χρειαζόμαστε λοιπόν πνευματικούς σκηνοθέτες, αλλά όχι μιμητές του Tarkovsky. 

Κλείνοντας, δε μπορώ να μη σε ρωτήσω αν έχεις κάποια αγαπημένη ταινία του πατέρα σου.

Τις αγαπάω όλες, δε μπορώ να διαλέξω μία αγαπημένη. Εξαρτάται από τη συναισθηματική μου κατάσταση σε κάθε στιγμή. Όποτε τις ξαναβλέπω, βρίσκω και κάτι διαφορετικό. Εξάλλου τα αριστουργήματα είναι φτιαγμένα για να τα βλέπεις άπειρες φορές και με άπειρους τρόπους. Κι επειδή μεγάλωσα μέσα από αυτές τις ταινίες και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, υπάρχουν πολλά προσωπικά κι αυτοβιογραφικά στοιχεία του πατέρα μου που δεν τα καταλαβαίνουν οι άλλοι θεατές. Βέβαια το Στάλκερ είναι μια ιδιαίτερα σημαντική ταινία για μένα. Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν παρών στα γυρίσματα μιας ταινίας του. Την είδα να δημιουργείται εκ των έσω. 

Ακούγεται τρομερή εμπειρία.

Ήταν κάτι εκπληκτικό. Με σημάδεψε για μια ζωή. Οπότε είναι μια ταινία που την κρατάω πάντα μέσα μου. Πιστεύω πάντως ότι η Θυσία είναι ίσως η καλύτερη ταινία του. Η εμπειρία του γυρίσματος του Στάλκερ όμως ήταν καθοριστική. Έχω βρεθεί προφανώς σε πάρα πολλά γυρίσματα μετά απ’ αυτό στη ζωή μου, αλλά τίποτα δεν έμοιαζε με εκείνο. Η αφοσίωση όλων των συντελεστών στο να δημιουργηθεί ένα αληθινό έργο τέχνης ήταν εντυπωσιακή. Κι ο πατέρας μου τους διηύθυνε με εκπληκτικό τρόπο σαν μαέστρος, ελέγχοντας μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.

Ήταν αυστηρός στη διάρκεια ενός γυρίσματος;

Ήταν πολύ αυστηρός. Παρέμενε καλοσυνάτος αλλά απαιτούσε την πλήρη συγκέντρωση και αφοσίωση από όλους. 

Σ’ ευχαριστώ πολύ για την συζήτηση.

Παρομοίως, και χαίρομαι που η ταινία μου θα προβληθεί στην Ελλάδα. 

Best of internet