Quantcast

Πρόστιμο: Έτσι μοιάζει μια βρώμικη κι αυθεντική αθηναϊκή ιστορία, κι ο Φωκίων Μπόγρης εξηγεί πώς την έφτιαξε

Λίγες μέρες μετά την sold out πρεμιέρα της ταινίας στο online Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, συζητάμε με τον σκηνοθέτη για το Πρόστιμο, για το βίωμα και για τον ΛΕΞ

Μεγάλη υπόθεση η αυθεντικότητα. Από μόνη της, βέβαια, δε μας λέει πολλά. Στα χαρτιά, αυθεντικότητα σημαίνει το να υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στην εμφάνιση και την ουσία. Πώς διαχωρίζεις όμως το αυθεντικό από το αναυθεντικό; Αρκεί κάτι να αναπαράγει τις στερεοτυπικές κι επιφανειακές ιδέες περί αυθεντικότητας για να είναι στ’ αλήθεια αυθεντικό; Όταν κρίνουμε κάτι ως αυθεντικό ή μη-αυθεντικό, συνήθως λέμε περισσότερα για εμάς τους ίδιους παρά για το πράγμα στο οποίο αναφερόμαστε. Και, τις περισσότερες φορές, το κάνουμε απλά για να επιβεβαιώσουμε τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Έτσι, δεν είναι καθόλου σπάνιο οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι της αυθεντικότητας να είναι ακριβώς εκείνοι που αντιβαίνουν περισσότερο τις διακηρυγμένες αξίες της. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την δυνατότητα της αυθεντικότητας. Γιατί, πέρα από την ψευδο-αργκό του αυθεντικού, υπάρχει κι η ζωντανή γλώσσα που καταφέρνει να πει πράγματα με ουσιαστικό νόημα. Μια πραγματική γλώσσα της αυθεντικότητας, λοιπόν, έχει ως βασικό μέλημα να κατανοήσει και να επικοινωνήσει με τρόπο κριτικό: ένα βίωμα, ένα συναίσθημα, μια κατάσταση.

Δεν τα λέω όλα αυτά για να αερολογήσω. Τα θεωρώ σημαντικά για να δημιουργήσεις και να μοιραστείς τέχνη σήμερα – πόσο μάλλον τέχνη που να καταφέρνει να είναι ουσιαστικά κοινωνική, λαϊκή, προσβάσιμη, δηλαδή τέχνη που να έχει επικοινωνιακή και μετασχηματιστική δύναμη, αγγίζοντας τις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων, πείθοντάς τους ότι μιλάει πραγματικά για την αληθινή ζωή. Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά πάσχει σοβαρά σε αυτό το επίπεδο. Έχει πολλές αρετές και πολλές χάρες, αλλά αυτού του είδους η αυθεντικότητα δεν αποτελεί επ’ ουδενί το δυνατό του σημείο, τουλάχιστον στην πιο ορατή πλευρά της μεγάλου μήκους φιλμογραφίας, είτε στην διεθνή φεστιβαλική είτε στην εγχώρια εμπορική εκδοχή της (το μικρού μήκους είναι διαφορετική υπόθεση, αφού εκεί πάντα υπάρχει αντιφατική πλην ζωντανή δημιουργία που δημιουργεί υποσχέσεις). Το καλό, λοιπόν, είναι ότι το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει ένα hype γύρω από το ελληνικό σινεμά που μοιάζει δίκαιο. Τρία από τα πρώτα sold out της φετινής online διοργάνωσης ήταν τα Μήλα του Χρήστου Νίκου, το Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη και το Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη. Έχοντας δει και τα τρία, θα πω ότι το αξίζουν. Και το τελευταίο, μάλιστα, ένιωσα ότι επιδεικνύει μια ιδιαίτερη κι αναζωογονητική φροντίδα για την κατηγορία της αυθεντικότητας.

Εντάξει, ο Μπόγρης δεν είναι βέβαια κανένας καινούριος άνθρωπος για το ελληνικό σινεμά. Σχεδόν 20 χρόνια τώρα ασχολείται με την χειροποίητη κινηματογραφία, από τα πρώιμα απολαυστικά z-movies των Ρεμαλιών και των Καθαρμάτων μέχρι την βρώμικη b-movie αποκάλυψη της Κάθαρσης κι από την συμμετοχή του στα τηλεοπτικά Στέκια του Νίκου Τριανταφυλλίδη μέχρι τα δρομίσια βίντεο κλιπ του Θύτη. Το Πρόστιμο, λοιπόν, αποτελεί μια επιστροφή στο μεγάλου μήκους φιλμ έπειτα από μια δεκαετία μέσα στην οποία ο Μπόγρης παρουσίασε δύο μικρού μήκους ταινίες (το Family Tree και τον Δεύτερο Άντρα). Η ιστορία του είναι απλή, το σενάριό του λιτό, η γραφή του συγκεντρωμένη (σε συνεργασία με τον Πάνο Τράγο). Ο Βαγγέλης είναι ένας μικρο-ντίλερ που θέλει να γίνει κυριλέ, αλλά η ζωή δεν τον αφήνει. Αυτό. Είναι μια ταινία για την μητροπολιτική, νυχτερινή, επισφαλή, παραβατική (και πρωτίστως ανδρική, βέβαια) προλεταριακή εμπειρία που αποφεύγει να εξωτικοποιήσει τους χαρακτήρες της ως “λούμπεν στοιχεία” ενός στυλιζαρισμένου “υποκόσμου” με επίκεντρο έναν αισθητικοποιημένο “αντι-ήρωα”. Είναι μια ταινία για την καταδίκη της ζωής κάπου ανάμεσα στο στομάχι και το έντερο μιας πόλης σαν την Αθήνα και την επιθυμία για διαφυγή από αυτήν (αλλά και από την τοξική αρρενωπότητα που συνδέεται μαζί της).

Χωρίς διδακτισμό και καταγγελιολογία μεν, με κάποιες ευκολίες ηθικής καθαρότητας δε (ειδικά όταν ξεκαθαρίζονται οι ρόλοι και τα σύμβολα του καλού και του κακού), αλλά σίγουρα με την καρδιά στο σωστό μέρος και κυρίως με ουσιαστική γνώση της ζωής για την οποία μιλάει και βαθιά κατανόηση των χαρακτήρων τους οποίους βγάζει μπροστά. Η κινηματογραφική γλώσσα του Μπόγρη δεν έχει τίποτα το φαντεζί, αλλά δεν χρειάζεται να είσαι και κανένας ειδήμων για να καταλάβεις ότι ξέρει πολύ σινεμά. Ξέρει να χειρίζεται τον ρυθμό, ξέρει να τοποθετεί την κάμερα, ξέρει να χρησιμοποιεί τον χώρο, ξέρει πού πρέπει να κλείσει το μάτι στο κοινό (ενδεικτικές οι guest εμφανίσεις ανθρώπων του οικονομιδικού σύμπαντος), ξέρει να χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς (με αποτέλεσμα να έχουμε μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό σινεμά, ειδικά από τον Βαγγέλη Ευαγγελινό φυσικά αλλά κι από το σύνολο σχεδόν του καστ), ξέρει να αντλεί κινηματογραφική αλήθεια από τις μικρές στιγμές της καθημερινότητας (που εδώ που τα λέμε ήταν καλύτερες από τις μεγάλες στιγμές της έκρηξης). Είπαμε, ξέρει σινεμά, με τρόπο όχι αφηρημένο και ακαδημαϊκό αλλά χειρωνακτικό κι αισθητηριακό.

Έχοντας απολαύσει κι εκτιμήσει την ταινία, λοιπόν, κι ελπίζοντας να την ξαναδούμε και σε μεγάλη οθόνη σύντομα (χλωμό όπως πάει η κατάσταση αλλά τέλος πάντων), κάναμε μια κουβέντα με τον Φωκίωνα Μπόγρη και συζητήσαμε τα παρακάτω. Ελπίζω να σας ενδιαφέρουν.

Προέρχεσαι από μια παράδοση πολύ χειροποίητου σινεμά κι αυτό το βγάζει κι η νέα ταινία. Πώς νιώθεις που αυτό το αγκαλιάζει ο κόσμος; Η ταινία έγινε γρήγορα sold out και συζητιέται αρκετά.

Καταρχάς είναι αλήθεια ότι είναι εντελώς χειροποίητη η ταινία. Έγινε ουσιαστικά με δικά μας χρήματα. Με φίλους μας. Κανείς ουσιαστικά δεν πληρώθηκε. Και είχε μια πολύ μεγάλη περιπέτεια όσον αφορά τη χρηματοδότηση. Φτάσαμε πολύ κοντά σε κάποιες συμφωνίες οι οποίες θα μας εξασφάλιζαν το να φτιάξουμε μια ταινία με τα όλα της. Αλλά τελικά μου συμβαίνει αυτό το πράγμα. Φτάνω πολύ κοντά σε κάτι και την τελευταία στιγμή συμβαίνει κάτι καταστροφικό. Υπήρξαν πολλές τέτοιες στιγμές με αυτήν την ταινία. Οπότε το γεγονός ότι μας δέχτηκαν στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ είναι από μόνο του μια πολύ μεγάλη διάκριση. Μετά από τόσα άκυρα που φάγαμε, είναι κάτι που δεν το περίμενα. Είναι μια ηθική ικανοποίηση, αν θες. Ξεκινάς από μια ιδέα και πας να την κάνεις ταινία με κάθε τρόπο. Χωρίς να σε σταματάει το ότι δεν υπάρχουν οι ανέσεις που θα είχε μια “κανονική” παραγωγή. Και λες, ναι, θέλω με αυτό το πράγμα να μιλήσω σε μια μερίδα κόσμου. Δεν ξέρεις αν αυτό θα λειτουργήσει. Τώρα το βλέπουμε να λειτουργεί.

Κι αυτή η χαρά από την άλλη πώς συνδυάζεται με την πίκρα της κλειστής αίθουσας και της μεταφοράς σε online πλατφόρμα;

Είναι ένα γλυκόπικρο συναίσθημα ρε φίλε, γιατί από τη μία υπάρχει όλο αυτό το hype κι η προσοχή που παίρνει η ταινία κι από την άλλη λόγω των συνθηκών δε μπορείς να το εκμεταλλευτείς. Έχεις μία ταινία την οποία θέλει τόσος κόσμος να την δει και δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να γίνει αυτό. Είναι πολύ περίεργο συναίσθημα. 

Και δε μπορείς και να το μοιραστείς με τον κόσμο όπως θα έπρεπε.

Εμένα μου κόστισε πολύ αυτό, η ματαίωση του φεστιβάλ σε φυσικό χώρο. Γιατί είναι ένα φεστιβάλ που δεν είχα χάσει ποτέ για τουλάχιστον μια δεκαετία. Κάθε χρόνο ανυπομονούσαμε να έρθει ο Νοέμβρης και να βρεθούμε στην Θεσσαλονίκη. Να βλέπουμε ανθρώπους που μπορεί να μην τους πετυχαίναμε ούτε στην Αθήνα. Ξαφνικά βρισκόσουν εκεί, ωπ, πού είσαι, γεια, κλπ. Πάντα ήταν ένα meeting point. Έβλεπες ταινίες που μπορεί να μην τις ξαναπετύχαινες ποτέ πουθενά αλλού. Ειδικά για ελληνικές ταινίες πολλές φορές ήταν η μοναδική ευκαιρία να τις δεις. Κι επειδή λοιπόν τόσα χρόνια το παρακολουθούσα όλο αυτό, και φυσικά επίσης κατά τα χρόνια που φτιάχναμε την ταινία, το έχτιζα μέσα μου ότι μια μέρα θα βρεθώ κι εγώ σε αυτό το φεστιβάλ, ότι θα παίξουμε εδώ και θα είναι φανταστική φάση. Θα ήθελα πάρα πολύ να το είχα κάνει. Θα ήθελα να δω την αντίδραση του κόσμου σ’ αυτήν την ταινία μέσα σε μια αίθουσα. Να δω τι αισθήματα προκαλεί. Αρέσει; Δεν αρέσει; Γελάνε; Αυτό τώρα το μαθαίνεις μέσω stories στο Instagram, posts στο Facebook, τηλέφωνα κλπ. Δεν έχει καμία σχέση η μία επαφή με την άλλη. Ελπίζω του χρόνου να είμαστε πάλι εκεί.

Στην ταινία αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι ότι έβγαζε μια αυθεντικότητα στο βίωμα. Ότι ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Ότι καταλαβαίνει εις βάθος την ιστορία που αφηγείται. Αυτή η αίσθηση αυθεντικότητας είναι κάτι που προσωπικά μου λείπει από το ελληνικό σινεμά. Πώς δούλεψες πάνω σε αυτό;

Ξεκίνησα από τη γνωριμία μου με τον άνθρωπο πάνω στον οποίο βασίστηκε η ταινία. Ήρθε το 2013 κι έτυχε να είναι τη στιγμή που εγώ ήμουν σε αναζήτηση μιας ιστορίας. Η αλήθεια είναι πως είχα 1-2 ιστορίες ακόμα στο μυαλό μου για μεγάλου μήκους σενάριο, αλλά κατέληξα σε αυτήν. Και κάπως έτσι άρχισα να έχω περισσότερες επαφές με τον πραγματικό άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε ο Βαγγέλης. Άρχισα να κάνω κάποιες συνεντεύξεις μαζί του μπροστά σε κάμερα. Όλοι οι μονόλογοι του Βαγγέλη μέσα στην ταινία είναι ουσιαστικά καρμπόν από τις ιστορίες του πραγματικού χαρακτήρα. Μέχρι και τα ρούχα που φοράει ο Βαγγέλης είναι κατευθείαν μέσα από τη ντουλάπα του. Θυμάμαι ότι ήμασταν περίπου μια βδομάδα πριν το γύρισμα και λέμε “ακόμα δεν έχουμε ντύσει τον χαρακτήρα μας”. Και λέω “θα πάρω τον φίλο μας και θα του ζητήσω σαν χάρη για δύο μήνες να μας δώσει κάποια ρούχα του”. Και έτσι έγινε. Αυτό ας πούμε για μένα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην αυθεντικότητα που λες κι εσύ.

Ωραίος τρόπος δουλειάς αυτός. Δείχνει ότι για να γράψεις κάτι και να μοιάζει αυθεντικό πρέπει να αφουγκραστείς τους πραγματικούς ανθρώπους. 

Ξέρεις κάτι; Εγώ πολλές φορές νιώθω ότι είμαι κάποιος ανέμπνευστος ο οποίος δε μπορεί να βγάλει ιστορίες μέσα από το μυαλό του και πρέπει να τις δει κάπου για να το κάνει. Ζηλεύω πολύ ανθρώπους που απλά κάθονται κάτω και σου γράφουν μια ιστορία. Αυτό είναι φοβερό. Πολύ σπάνια το έχω κάνει. Μπορεί και ποτέ. Έχω καταλήξει ότι ο τρόπος δουλειάς μου είναι αυτός: θέλω να βρω κάποιον, να κάνω μια γνωριμία με έναν άνθρωπο, ο οποίος να με κάνει να θέλω να πω την ιστορία του.

Αυτό για μένα φάνηκε πολύ και στη γλώσσα της ταινίας. Κι η αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η γλώσσα του ελληνικού σινεμά δεν αποπνέει καμία αυθεντικότητα. Στο Πρόστιμο τους ακούς να μιλάνε και νιώθεις ότι ακούς κάποιον δίπλα σου. Το σκεφτόσουν αυτό όσο γράφατε;

Δεν σκεφτόμασταν πώς θα το κατακτήσουμε αυτό. Το θεωρούσαμε δεδομένο ότι αυτό πρέπει να κάνουμε. Πηγαίναμε κάπως με μια αυτοπεποίθηση ότι αυτό θα υπάρχει. Γιατί αυτό είναι η βάση της ταινίας. Κι αν δεν υπάρχει αυτό τότε δεν υπάρχει και κανένας λόγος να γίνει ταινία. Δώσαμε πολύ περισσότερη προσοχή σε αυτό το κομμάτι παρά στο εικαστικό. Επίσης, για το ελληνικό σινεμά που λες, νομίζω ότι πάντα το πρόβλημά του ήταν τα σενάρια και οι ερμηνείες. Έχει μια τάση για ιστορίες όπου δε συμβαίνει απολύτως τίποτα και ερμηνείες που είναι τηλεοπτικές ή θεατρικές. Όλο αυτό το πράγμα που νομίζω ότι έχει κουράσει τους θεατές εδώ και δεκαετίες. Αυτό ακριβώς είναι που αποφεύγουμε εμείς. Δεν είναι ότι παλέψαμε για να το αποφύγουμε. Ξέραμε όμως εξαρχής ότι δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό το πράγμα.

Ο πρωταγωνιστής, ο Βαγγέλης Ευαγγελινός, είχε επαφή με τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε η ιστορία; Μιλήσανε για την ερμηνεία;

Ναι, τους έφερα εγώ σε επαφή, και μάλιστα αρκετό καιρό πριν αρχίσουμε να φτιάχνουμε την ταινία. Κάνανε παρέα, μιλήσανε και είχανε πολλά κοινά. Ήθελα ο Βαγγέλης να έρθει σε επαφή μαζί του, να τον αφομοιώσει, να δει το πώς μιλάει, το πώς κινείται, το πώς σκέφτεται. Όλα αυτά. Ήταν πάρα πολύ σημαντικό και το βρίσκω πολύ δημιουργικό σαν τρόπο δουλειάς. Νομίζω ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο δουλειάς προκύπτει κάτι, το οποίο μετά θα το δεις εσύ και θα σε αφορά πραγματικά. Γιατί θα είναι αυθεντικός ο τρόπος που θα μιλάνε. Οι καταστάσεις δεν θα σηκώνουν αμφισβήτηση. Είναι κάτι που συνέβη. Δεν ήμασταν εκεί να το δούμε. Αλλά είχαμε αυτήν την κοντινή επαφή με τον άνθρωπο που το έζησε.

Άλλο βέβαια το να βασιστείς μια πραγματική ιστορία κι άλλο το να δώσεις την αίσθηση ότι βλέπεις αληθινή ζωή. Μακάρι κάτι τέτοιο να προέκυπτε αυτόματα κάθε φορά που κάποιος έπαιρνε ως βάση μια πραγματική ιστορία.

Γι’ αυτό και αποφύγαμε κιόλας να το γράψουμε αυτό το πράγμα στην ταινία, να ξεκινάει και να λέει ότι είναι μια αληθινή ιστορία. Το αποφύγαμε, αλλά δεν το κρύβουμε.

Την είδε ο πραγματικός Βαγγέλης;

Την είδε, ναι. 

Και πώς του φάνηκε;

Νομίζω του άρεσε πολύ. Δε μου είπε πολλά. Μου είπε ότι του άρεσαν οι ερμηνείες κι ότι οι ηθοποιοί τον έπειθαν, στον τρόπο ομιλίας και την εμφάνισή τους. Σίγουρα υπήρχαν και πολλά στοιχεία στην ιστορία τα οποία τα φέραμε λίγο στα μέτρα μας για δραματουργικούς σκοπούς. Αλλά νομίζω ότι ο πραγματικός Βαγγέλης έμεινε πολύ ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό μπορώ να σου πω. Το λέω γιατί και σε μένα δεν είπε πάρα πολλά. Προσπαθώ κι εγώ, μιλώντας σου, να καταλάβω πώς μπορεί να του φάνηκε.

Καλά, πρέπει να είναι περίεργο να βλέπεις ένα δικό σου βίωμα στην οθόνη, πόσο μάλλον τόσο έντονο.

Ναι, δεν έχω ιδέα πώς θα ήταν να βλέπεις τη ζωή σου σε ταινία. Εγώ δεν θα ήθελα καν να τη δω αυτήν την ταινία. Θα την έκλεινα.

Βρίσκεις πράγματα στο παρελθόν του ελληνικού σινεμά με τα οποία ταυτίζεσαι καλλιτεχνικά; Όχι απαραίτητα ως ευθεία επιρροή, αλλά να νιώθεις ότι σε αγγίζουν.

Μια ταινία που θεωρώ συγγενική είναι το Από την Άκρη της Πόλης του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Πρώτα απ’ όλα είναι μια ταινία που λατρεύω και θεωρώ ότι ο κόσμος της με τον δικό μας κόσμο είναι πάρα πολύ κοντά. Είναι μια ταινία που θα μπορούσα να την αναφέρω σαν επιρροή και όσον αφορά την κινηματογράφηση και όσον αφορά τον κόσμο της. Το δικό μας τελικό αποτέλεσμα βέβαια δεν έχει πολλή σχέση με την ταινία, αλλά σίγουρα την λατρεύω και την θεωρώ κοντά μας. Για μένα είναι εύκολα η καλύτερη ελληνική ταινία των 90s, μαζί με τον Κήπο του Θεού του Τάκη Σπυριδάκη και το Singapore Sling του Νίκου Νικολαΐδη. Το ελληνικό σινεμά είναι κάτι που το παρακολουθούσα πάντα, ανεξάρτητα από το αν σου αρέσουν οι ταινίες ή όχι. Θες να δεις προς τα πού κινείται. Κατά τ’ άλλα, το αγαπημένο μου σινεμά είναι σίγουρα το αμερικάνικο των 70s, από τον Friedkin και τον Schrader μέχρι τον Scorsese και τον Cassavetes.

Πολύ συχνά τέτοιες ταινίες που αφορούν τον υπόκοσμο ή τέλος πάντων αναζητούν έναν βρώμικο ρεαλισμό έχουν έναν αρκετά παραδοσιακό αντι-ηρωικό ανδρισμό. Το Πρόστιμο μου φάνηκε ότι φρόντισε να μην τον αναπαράγει άκριτα κι ότι αντίθετα ήθελε να δει πιο κριτικά αυτήν την αρρενωπότητα, να αναμετρηθεί με τις πραγματικές συνέπειες ενός τέτοιου περιβάλλοντος πάνω σε πραγματικούς ανθρώπους. 

Ήταν κάτι που υπήρχε από την αρχή στην ταινία. Για να καταλάβεις, είχαμε φτάσει περίπου στο 40% της πλοκής κι ακόμα δεν ξέραμε ποιο είναι το θέμα. Για τι πράγμα μιλάει; Με τι ασχολείται; Και τελικά μας προέκυψε ότι το θέμα είναι αυτό, η τοξική βαρβατίλα, όπως διάβασα πετυχημένα σε ένα κείμενο. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κάποιος ότι η ταινία έχει να κάνει με αυτό. Με το αν τελικά ο ήρωας μπορεί να αποβάλει αυτά τα πράγματα από πάνω του. Αν κάνει κάτι η ταινία, είναι ότι αναρωτιέται γι’ αυτό το πράγμα. Το αν αυτός μπορεί να εξελιχθεί σαν χαρακτήρας και να φύγει μακριά από την τοξική αρρενωπότητα και τον ανδρικό ανταγωνισμό. Αυτό είναι το στοιχείο που μου κέντρισε πιο πολύ το ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, όπως το ότι δυσκολεύεται να βρει δουλειά κλπ. Είναι ωραίες υπο-ιστορίες μέσα στην ταινία, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι ο βασικός κορμός της. Δεν ήταν σκοπός μας να κάνουμε μια ταινία κριτικής στην κοινωνία επειδή απορρίπτει τους ανθρώπους με λερωμένο ποινικό μητρώο. 

Πάντως έβγαζαν μεγάλη αυθεντικότητα κι αυτές οι σκηνές, πχ το πώς είναι να πηγαίνεις σε συνέντευξη για δουλειά και να τρως άκυρο ή να έρχεται ο άλλος και να σε ζαλίζει στη βάρδιά σου – ή και το πώς είναι να σκάει σπίτι σου ο ντίλερ και να κάνεις αμήχανο small talk. 

Και για μένα όλες αυτές οι σκηνές ήταν πολύ σημαντικές. Ειδικά η πρώτη σκηνή που τον βλέπουμε με τους πελάτες του και μιλάνε γι’ αυτόν τον ράπερ. Ας πούμε αυτή είναι μια σκηνή που την έχω ζήσει να συμβαίνει μπροστά μου. Είναι κάτι για το οποίο μου είχε μιλήσει ο πραγματικός χαρακτήρας. 

Μιας και είπες για rap, εμένα η ταινία όσον αφορά το πώς θέλει να αφηγηθεί μια αυθεντική ιστορία μου έφερε στο μυαλό το storytelling που κάνει το σύγχρονο hip-hop. Και δεν είναι μόνο ότι παίζει ο Θύτης, για τον οποίο έχεις γυρίσει και μερικά κλιπ, αλλά στο τέλος υπάρχει κι ένα ευχαριστήριο credit στον ΛΕΞ.

Ναι, κι αυτό συμβαίνει επειδή ο ΛΕΞ είναι από τους πρώτους ανθρώπους που είδαν την ταινία και συζητήσαμε γι’ αυτήν. Γνωριζόμασταν ήδη, και πέρσι που ήμασταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης περνάω από Πλατεία Ναβαρίνου κι ακούω ένα “ΜΠΟΓΡΗΣ!”, και είναι ο ΛΕΞ. Με ρώτησε για την ταινία και του λέω “έλα αύριο να σου την δείξω”. Δεν ήταν 100% ολοκληρωμένη, αλλά ήθελα να την δει γιατί είχαμε κάνει πάρα πολλές συζητήσεις για ταινίες κι είχαμε ανταλλάξει πολλές απόψεις για σινεμά. Ήθελα να δω πώς θα μιλούσε αυτή η ταινία σε κάποιον που δεν είχε σχέση μαζί της, και ιδιαίτερα σε κάποιον σαν τον ΛΕΞ, με κινηματογραφικό γούστο που είναι πολύ κοντά στο δικό μας. Μετά μας μίλαγε κάνα δίωρο για την ταινία και ό,τι είχε να πει ήταν on point. Ήταν απ’ τις πιο ουσιώδεις κουβέντες με ανθρώπους που είδαν την ταινία. 

Έχει κι αυτός έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να συλλαμβάνει το αυθεντικό βίωμα και να το κάνει αφήγηση. Νιώθω ότι συγγενεύετε ως προς το πνεύμα του storytelling.

Θα μπορούσες να πεις ότι είναι η ίδια προβληματική. Απλά εκείνος το κάνει με μουσική κι εμείς το κάνουμε με εικόνες. Βέβαια θεωρώ ότι το σινεμά σου δίνει πολύ περισσότερο χώρο να αναπτύξεις το θέμα σου και τους χαρακτήρες σου. Είναι κάτι που ένα μουσικό κομμάτι δε μπορεί να το κάνει με τον ίδιο τρόπο. Αλλά ναι, το δέχομαι πολύ αυτό που λες. Ασχολούμαστε ίσως με τον ίδιο κόσμο.

Best of internet