Quantcast

Avatar: The Way of Water, ή πώς ο James Cameron (ξανα)γύρισε στη φύση

Ο σκηνοθέτης κέρδισε πανηγυρικά το στοίχημα με τον εαυτό του και το Hollywood, αλλά το περιεχόμενο της ταινίας είναι μια άλλη ιστορία

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

7 Φεβρουαρίου 2023

Θυμάμαι πολύ έντονα την πρώτη προβολή του Avatar του James Cameron το 2009. Για να είμαι πιο ακριβής, η ένταση της ανάμνησης της προβολής είναι αντιστρόφως ανάλογη εκείνης που αφορά το περιεχόμενο της ταινίας. Για να το πιο διαφορετικά, όσο έντονα θυμάμαι το πώς έμοιαζε και πώς συζητιόταν το Avatar, αλλά και το real-time αποτύπωμά του στην βιομηχανία του θεάματος, άλλα τόσο δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως για τον δραματουργικό και συναισθηματικό κόσμο της ταινίας. Θυμάμαι πως ήμουν με δύο φίλους μου στο Village του Ρέντη, πως φόρεσα για πρώτη φορά 3D γυαλιά, πως η προβολή είχε κάτι από την εκστατική απειλή του ερχομού μιας νέας εποχής κι ενός νέους παραδείγματος. Πράγματι, το Avatar άλλαξε αρκετά πράγματα. Όχι τόσο με τον κατακλυσμικό τρόπο που συνήθως υποθέτει ο φόβος του καινούριου ως καινούριου, αλλά με τον σταθερό, υπόγειο και τεκτονικό τρόπο που κατά κανόνα έρχονται οι αλλαγές στο πεδίο της κοινωνίας, της κουλτούρας, της ιστορίας. Σε έναν βαθμό, αν κοιτάξουμε την επιφάνεια των πραγμάτων, το Avatar έμοιαζε να έκανε ένα τεράστιο μπαμ στα τέλη του 2009, συνοδευόμενο από μια (σχεδόν) άνευ προηγουμένου κυριαρχία στο box office (2,9 δις δολάρια λέει ο τελικός λογαριασμός), ώστε έπειτα να ξεφουσκώσει κάπως γρήγορα στην συλλογική συνείδηση και τον κινηματογραφικό κανόνα – μια αίσθηση που εντάθηκε από την δυσκολία και την αργοπορία του Cameron να κάνει αυτό που μοιάζει φυσικό και αυτονόητο για χολιγουντιανές ταινίες τέτοιας κλίμακας: να την μετατρέψει σε ένα franchise, μια παραγωγική μεγα-μηχανή.

Δεν θα επιχειρήσουμε σε αυτό το κείμενο μια συνολική αποτίμηση του Avatar και της επιρροής του στο σύγχρονο κινηματογραφικό οικοσύστημα. Η κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου sequel, του Avatar: The Way of Water, τα περασμένα Χριστούγεννα όμως, κι η εδραίωση της επίσης κτηνώδους επιτυχίας του (2,2 δις δολάρια μέχρι στιγμής), επαναφέρουν στην τάξη όσους (εν μέρει κι εμένα μαζί, το παραδέχομαι) θεωρούσαν το franchise μια λιγότερο ή περισσότερο ξοφλημένη, ή έστω ξεπερασμένη, ιστορία. Επανέφεραν επίσης την συζήτηση για το Avatar, την επιρροή και το νόημα του ως μείζονα ταινία-event, στον αφρό της ημερήσιας διάταξης για όποιον ενδιαφέρεται για το παρόν και το μέλλον του σινεμά ως καλλιτεχνική γλώσσα, ως πολιτιστική βιομηχανία και ως κοινωνική εμπειρία. Κι η αλήθεια είναι πως ο Cameron, με την πρώτη ταινία του 2009, στιγμάτισε έντονα τον τρόπο που αυτές οι τρεις πτυχές του σινεμά αλληδιαπλέκονται μεταξύ τους. Μπορεί, όπως είπα προ ολίγου, να μην θυμάμαι σχεδόν τίποτα από την ιστορία και τους χαρακτήρες (και θα επανέλθουμε παρακάτω σε αυτό γιατί αφορά και το sequel), αλλά θυμάμαι την αίσθηση του καινούριου να περιβάλλει με την αύρα της κάθε συζήτηση για το Avatar, από το δέος του world-building και την όραση των 3D γυαλιών μέχρι τα ρεκόρ του box office και τις μελλοντικές φιλοδοξίες του Cameron.

Το Avatar, για να το πω με μια φράση, ήταν το πρώτο μεγα-μνημείο της ψηφιακής εποχής του σινεμά. Δεν ήταν η ταινία που εισήγαγε την προβληματική του ψηφιακού στο παγκόσμιο κινηματογραφικό mainstream (αυτό ήταν το The Matrix των Wachowskis φυσικά), ούτε ήταν το πρώτο χολιγουντιανό blockbuster που γυρίστηκε εξολοκλήρου ψηφιακά (αυτό ήταν το Star Wars: Episode II – Attack of the Clones του George Lucas). Το Avatar έπιασε ένα άλλο νήμα, και το ανύψωσε σε μια άνευ προηγουμένου παραγωγική κλίμακα. Ο Cameron, όντας ένας de facto mainstream πρωτοπόρος του μέσου, θέλησε να διερευνήσει τις αισθητικές δυνατότητες του ψηφιακού σε blockbuster κλίμακα, δηλαδή να διερευνήσει το πώς η ψηφιακή κινηματογραφική γλώσσα έχει την ικανότητα η ίδια να διανοίξει νέες παραγωγικές δυνατότητες: βασικά, να δημιουργήσει νέες κλίμακες. Δεν ήταν φυσικά ο πρώτος μείζον σκηνοθέτης που είδε μια αυτοτέλεια και μια αυτάρκεια στο ψηφιακό σινεμά. Ας θυμηθούμε πως η πρώιμη εποχή του digital cinema εκεί στο πρώτο μισό των 00s (όπως πανέμορφα ανατρέχει αυτό το υπέροχο αφιέρωμα του Sight and Sound) ήταν γεμάτη άγριο πειραματισμό, με το ψηφιακό να διεμβολίζει τις ανησυχίες ουκ ολίγων σπουδαίων δημιουργών, από τον Lars von Trier και τους υπόλοιπους σκηνοθέτες του Dogme 95 μέχρι τον David Lynch στο Inland Empire και τον Michael Mann στα καθοριστικά Collateral και Miami Vice – όλα τους πράγματα που γυρίστηκαν εξολοκλήρου ψηφιακά, αξιοποιώντας καλλιτεχνικά με διαφορετικούς τρόπους την ψηφιακότητά τους.

O Cameron λοιπόν, όπως είπαμε, δεν είδε απλώς μια ομορφιά στο ψηφιακό – μια ομορφιά που επαναδιαπραγματευόταν την αντίληψη του κινηματογραφικού ωραίου. Είδε σε αυτό και την δυνατότητα ενός νέου τρόπου κινηματογραφικής παραγωγής που να συνδυάζει οργανικά, με εσωτερικό τρόπο, την τέχνη και την τεχνική, και μάλιστα σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα. Ουσιαστικά, αυτή ήταν η πιο σπουδαία συνεισφορά του Avatar. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που μια ταινία τέτοιου μεγέθους, με μπάτζετ 240 εκ. δολάρια, προσπάθησε να είναι τόσο όμορφη – άσχετα αν το πέτυχε. Το ύψος και το εύρος της φιλοδοξίας του Cameron είναι που το καθιστά, όπως είπαμε πριν, το πρώτο μεγα-μνημείο της ψηφιακής εποχής του σινεμά. Οι περισσότερες αποτιμήσεις της επιρροής του Avatar στέκονται, ορθώς αλλά μερικώς, στα ρεκόρ που έσπασε στο box office. Και, πράγματι, είναι εντυπωσιακό: η ταινία του Cameron στέκεται εμπορικά πίσω μόνο από το Gone with the Wind, το αρχιμήδειο σημείο της ιδέας ενός larger-than-life χολιγουντιανού σινεμά που δεν αναπαριστά απλώς την πραγματικότητα αλλά την διαμορφώνει δραστικά ως ενεργή ιστορικο-πολιτισμική δύναμη. Ας θυμηθούμε, όμως, επίσης και ένα πιο διακριτικό landmark που σχετίζεται άρρηκτα με όσα γράφουμε μέχρι τώρα: το Avatar ήταν η πρώτη ψηφιακή ταινία που πήρε Όσκαρ Φωτογραφίας (νικητής ο Mauro Fiore). Τα τεχνικά επιτεύγματα του Cameron, από το virtual camera system για την motion-capture κινηματογράφηση μέχρι το 3D Fusion Camera System, επιστεγάστηκαν με μια σημαντική καλλιτεχνική αναγνώριση από την Ακαδημία. Λίγα χρόνια αργότερα, πριν φτάσουμε στα μέσα των 10s, η ψηφιακή κάμερα επρόκειτο να ξεπεράσει και να αντικαταστήσει το φιλμ ως κυρίαρχο μέσο στην κινηματογραφική παραγωγή.

Αν με ρωτάτε, αυτός είναι ο λόγος που, ακόμα κι αν το Avatar σε άφησε αδιάφορο ως ταινία (όπως περίπου συνέβη με μένα), είναι αδύνατον να μην σε συνεπάρει η κυκλοφορία του The Way of Water 13 χρόνια μετά. Το ίδιο το γεγονός της αργοπορίας, μαζί με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Cameron για να το πραγματοποιήσει, αλλά κι μαζικά εκφρασμένες αμφιβολίες για το αν θα καταφέρει να επαναλάβει την επιτυχία σε καλλιτεχνικό και εμπορικό επίπεδο, προσέδωσαν σχεδόν μυθικό χαρακτήρα στον ερχομό του sequel. Κανένας χολιγουντιανός σκηνοθέτης πριν τον Cameron δεν είχε παίξει *τόσο* πολύ τον Θεό στο κινηματογραφικό του σύμπαν, κι η εμμονή του να επιστρέψει σε αυτόν τον κόσμο και να τον επεκτέινει (σε άλλες 3 έως 5 ταινίες) συνιστά μια μυθική χειρονομία, στα όρια της θεϊκής αλαζονίας, η οποία δεν μπορεί να έχει τη μοίρα είτε της επιβράβευσης είτε της τιμωρίας. Προς το παρόν, ο Cameron και το The Way of Water επιβραβεύονται, αφού η ταινία καταφέρνει να κερδίσει δύο βασικά στοιχήματα. Πρώτον, να πετύχει στο box office. Το Avatar 2 έγινε η πιο εμπορική ταινία του 2022, η πιο εμπορική της covid εποχής, η 4η πιο εμπορική όλων των εποχών (χωρίς να υπολογίζεται ο πληθωρισμός) και λογικά θα καταφέρει να αγγίξει τα 2,5 δις δολάρια πριν αποσυρθεί από τη μεγάλη οθόνη (για την ιστορία, στην Ελλάδα έχει ήδη ξεπεράσει τα 413.000 εισιτήρια). Για την ιστορία, το πρώτο Avatar είχε κόψει 940.000 εισιτήρια στο εγχώριο box office, αλλά αυτή η διαφορά ερμηνεύεται από διαφόρων ειδών παράγοντες, που δεν έχουμε τον χώρο να συζητήσουμε εδώ. Σε κάθε περίπτωση, τα λεφτά είναι πολλά, και εξασφαλίζουν την βιωσιμότητα των επόμενων βημάτων που είχε κατά νου ο Cameron για το franchise.

Το δεύτερο στοίχημα, στενά δεμένο με το πρώτο, αφορούσε την πειθώ της ταινίας, το αν δηλαδή θα κατάφερνε να πείσει το κοινό για τους σκοπούς της, κι αν τέλει θα τους τραβούσε (και κυρίως, κρατούσε) στην σκοτεινή αίθουσα κάτι περισσότερο από την περιέργεια για το τι συμβαίνει στο sequel ή την casual επίσκεψη σε μια χολιγουντιανή μπλοκμπαστεριά. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεδομένου του αυξανόμενου hype και του καλού word-of-mouth όλη αυτήν την περίοδο, είναι ένα στοίχημα επίσης κερδισμένο για τον Cameron. Η υποδοχή από την κριτική ήταν θετική, αν και όχι ενθουσιώδης, αλλά η κυκλοφορία της ταινίας από στόμα σε στόμα στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα ήταν καταλυτική για την αντοχή του The Way of Water στις αίθουσες. Έχει ενδιαφέρον, όμως, το γεγονός πως το hype της ταινίας περιστράφηκε σχεδόν εξολοκλήρου στην αίσθηση και την εμπειρία, και ελάχιστα στην ιστορία, τους χαρακτήρες ή τις θεματικές της. Πριν δούμε τι σημαίνει αυτό για το περιεχόμενο της ταινίας, ας το εξετάσουμε λίγο από μόνο του. Πρώτα απ’ όλα, καθώς μιλάμε για ένα οπτικό μέσο και μια μαζικολαϊκή τέχνη, δύσκολα μπορούμε να διαχωρίσουμε με απόλυτο τρόπο την μορφή από το περιεχόμενο στο σινεμά, κι αυτό γιατί η ίδια η μορφή, η οπτικοακουστική αναπαράσταση και τα κατασκευαστικά της στοιχεία, αποτελούν όχι μόνο τον πυρήνα του μέσου, καθώς τον διαχωρίζουν από τις άλλες τέχνες, αλλά αποτελούν και τον λόγο για τον οποίο έλκεται το κοινό στην σκοτεινή αίθουσα. Με άλλα λόγια, η αίσθηση και η εμπειρία ενός φιλμ, κι ειδικά ενός οπτικοακουστικό υπερ-θεάματος όπως στην περίπτωση του Avatar, είναι το ίδιο το περιεχόμενο της ταινίας – τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου.

Η επιτυχία του The Way of Water σε αυτό το επίπεδο μοιάζει να ανανέωσε την πίστη στην ίδια την μαζική κινηματογραφική εμπειρία ως μια εμπειρία wonderment και δέους, και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού μιλάμε για ένα τόσο μεγάλο πολιτισμικό συμβάν. Το blockbuster σινεμά έχει πράγματι την ικανότητα να παράγει έναν τύπο δέους, κι ο Cameron ειδικότερα, πρώτα με το Titanic κι έπειτα με το Avatar, επηρέασε δραστικά τόσο τους παραμέτρους όσο και την κλίμακα αυτής της κινηματογραφικής ικανότητας για πρόκληση δέους. Η πειθώς του The Way of Water έγκειται επίσης στην αποκλειστικότητα της σκοτεινής αίθουσας ως προνομιακού χώρου για να αναδυθεί αυτό το wonderment και δέος, αφού η κλίμακα της μικρής οθόνης και της οικιακής ψυχαγωγίας μοιάζει ανίκανει όχι μόνο να το παράξει αλλά και να το ικανοποιήσει στοιχειωδώς. Μ’ αυτήν την έννοια, η accelerationist οπτική του Cameron που θέλει να κάνει ακόμα πιο μεγάλο το ψηφιακό υπερθέαμα της μεγάλης οθόνης δείχνει να είναι πιο πειστική για το κοινό σε σύγκριση με τις πρόσφατες νοσταλγικές ματιές ενός The Fabelmans ή ενός Babylon που αναζητούν την ανατίμηση της κινηματογραφικής εμπειρίας στο ρομαντικοποιημένο παρελθόν του μέσου και της βιομηχανίας. Το δέος του Avatar κυνηγάει την εικονική σύνδεση με κάτι μεγαλύτερο, προσομοιάζοντας μια θρησκευτικού τύπου υπερβατική εμπειρία μέσα από την επαφή με την εικόνα. Ακόμα κι αν το δέος του ξεφουσκώνει γρήγορα, αδυνατώντας να συνδεθεί με ένα αυθεντικό δράμα ή με ουσιαστικές ιδέες, πρόκειται για μια (έστω κενή) εμπειρία μεγάλης κλίμακας, απ’ αυτές που μόνο η μαζική κουλτούρα του ύστερου καπιταλισμού μπορεί να παράξει. Αν είναι ένα ψηφιακό λούνα πάρκ, για να δανειστούμε τον όρο που χρησιμοποίησε ο Martin Scorsese για το υπερηρωικό σινεμά, τότε είναι ένα λούνα παρκ αλλά ως (καλλι)τεχνικό επίτευγμα.

Απλά, οκ, αυτό το πράγμα δεν είναι απαραίτητα καλή ταινία. Αναζητά κάτι τέτοιο όμως, άραγε, ο κόσμος από μια “εμπειρία” σαν το Avatar; Τα blockbusters τόσο μεγάλου μεγέθους, ακόμα κι αν περιέχουν προσωπική ταύτιση και καλλιτεχνική φιλοδοξία από την σκοπιά του δημιουργού, de facto λειτουργούν περισσότερο ως ιστορικά συμβάντα – ή μάλλον η λειτουργία τους ως ιστορικό συμβάν υπερκαθορίζει το καλλιτεχνικό τους περιεχόμενο, ακόμα κι αν εκείνο χρονικά προηγείται. Μια επικών διαστάσεων sci-fi ταινία σαν το Avatar λειτουργεί ως εικονική αποτύπωση μιας κοινωνικής επιθυμίας φυγής, μιας επιθυμίας για επαφή με μια εξωτερικότητα, ένα Μεγάλο Έξω που περιέχει ένα μεγαλείο μυθικό ή εξωγήινο, και στην περίπτωση του Avatar επίσης αόριστα αντι-καπιταλιστικό ή έστω μη-καπιταλιστικό, μιλώντας για την Pandora και τον πολιτισμό της. Αυτή η λειτουργία είναι αντιφατική, φυσικά, γιατί ο τρόπος που έχουμε να φανταζόμαστε τέτοιους κόσμους, μη-καπιταλιστικούς, είναι βαθιά στιγματισμένη και αποικισμένη από τον ίδιο τον καπιταλιστικό πολιτισμό, και κάθε τέτοια χολιγουντιανή απόπειρα εικονικής δημιουργίας τους είναι ταυτόχρονα και ένα τεκμήριο αποθέωσης και ανωτερότητας της ίδιας της καπιταλιστικής τεχνολογίας, αφού μόνο αυτή μπορεί να καταστήσει εφικτή την ύπαρξη τους ως πολιτιστικά προϊόντα. Πρόκειται για την κεντρική αντίφαση που διατρέχει όλα τα πολιτιστικά προϊόντα του χολιγουντιανού “αντι-καπιταλισμού”, από το Ready Player One του Steven Spielberg μέχρι το Glass Onion του Rian Johnson, κι ο Cameron παραδοσιακά ακολουθεί αυτήν την γραμμή, αφού από την εποχή του Aliens και του Terminator μέχρι και το Avatar ο “κακός” παίρνει την απρόσωπη και αφηρημένη των ιδιωτικών εταιρικών συμφερόντων.

Για τον Cameron, ο οποίος αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια σπάνια περίπτωση προσωπικής κινηματογραφικής δημιουργίας σε μια τόσο γιγάντια βιομηχανική κλίμακα (ο Christopher Nolan είναι, καλώς ή κακώς, ο μόνος άλλος αυτή τη στιγμή), το στοιχείο που μοιάζει να κινεί την φαντασία του ώστε να φτάσει στο επίπεδο του καλλιτεχνικού επιτεύγματος είναι βεβαίως το νερό – από την πρώιμη επαφή στο Piranha II και την καθοριστική στιγμή του The Abyss μέχρι τις μπλοκμπαστερικές υπερβάσεις του Titanic και, εσχάτως, του The Way of Water. Η τελευταία ταινία του Cameron συνεχίζει τις σταθερές θεματικές εμμονές του: την ιδέα της ευφυούς φύσης, ενός πλανητικού εγκεφάλου και νευρικού συστήματος, του upload της συνείδησης σε ένα avatar, του εποικισμού εξωγήινων πλανητών, των άπληστων ιδιωτικών συμφερόντων που εμπλέκονται σε ένα στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, της ηθικής επιστημονικής συνείδησης, ενός “φυσικού” underdog που εν τέλει υπερνικά έναν τεχνολογικά ανώτερο εχθρό. Αν δεχτούμε ότι το σύγχρονο χολιγουντιανό μπλοκμπαστερικό escapism έχει δύο πόλους, έναν που τείνει προς την (οριακά braindead) απλότητα και αμεσότητα (πχ τα κλασικά action, disaster και superhero films) κι έναν που τείνει προς την διανοητική/πολιτική συνθετότητα και πολυπλοκότητα (όπου συναντούμε πχ δημιουργούς σαν τον Nolan ή τον Denis Villeneuve), τότε θα βάζαμε τον Cameron στον δεύτερο, και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Όχι τόσο γιατί οι ταινίες του είναι οι ίδιες σύνθετες και πολύπλοκες (ούτε καν), αλλά γιατί επιχειρούν να αναμετρηθούν με ένα σύγχρονο κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον που το ίδιο χαρακτηρίζεται από όλο και αυξανόμενη συνθετότητα και πολυπλοκότητα.

Αξίζει να θυμηθούμε πως η κυκλοφορία του Avatar το 2009 ήρθε ως κινηματογραφικό επιστέγασμα μιας δεκαετίας όπου το Hollywood αναπτύχθηκε στην σκιά της 11ης Σεπτεμβρίου, του λεγόμενου “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” και των στρατιωτικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μια σειρά από ταινίες επιστημονικής φαντασίας λειτούργησαν ως escapist αλληγορίες πάνω στο εθνικό τραύμα και την εθνική ιδεολογία των ίδιων των ΗΠΑ καθώς πλοηγούνταν ως κυρίαρχη δύναμη στον post-9/11 κόσμο. Μιλάμε φυσικά για φιλμ σαν το The Day After Tomorrow, το War of the Worlds και φυσικά το ίδιο το Avatar, μεταξύ αρκετών άλλων. Το Avatar, λοιπόν, αντανακλούσε μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική τα ηθικά, πολιτικά, στρατιωτικά και γεωπολογικά άγχη της αμερικάνικης εθνικής συνείδησης, καθώς οι ΗΠΑ έτρωγαν τα μούτρα τους (προσποιούμενες το αντίθετο) στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ουσιαστικά, θα λέγαμε ότι το Avatar εκφράζει το άγχος μιας εθνικής υπερδύναμης καθώς εκείνη βλέπει την ηγεμονική ισχύ της να αρχίζει σιγά-σιγά να αποσταθεροποιείται στα πλαίσια ενός σύνθετου υπερ-εθνικού οικοδομήματος που οι θεωρητικοί Antonio Negri και Michael Hardt ονόμασαν Αυτοκρατορία στα πλαίσια της αναζήτησής του για έναν όρο που θα εκφράζει την διεθνή πραγματικότητα του σύγχρονου μεταμοντέρνου καπιταλισμ0ύ. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Cameron αντανακλά αυτό το άγχος από μια κριτική σκοπιά, αφού αλληγορικά πλην σαφέστατα καλοσωρίζει την κρίση της αμερικάνικης ηγεμονίας και χαίρεται με το στραπάτσο της.

Αν επομένως το πρώτο Avatar αντιστοιχούσε στις απαρχές της κρίσης της αμερικάνικης ηγεμονίας, τότε το The Way of Water αποτελεί ένα δείγμα της ώριμης εποχής όπου η αυτοκρατορία έχει γίνει πολυ-πολική και οι ΗΠΑ ανταγωνίζονται με ανερχόμενες υπερ-δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία χωρίς να βρίσκονται πια σε μια de facto πλεονεκτική ηθική, πολιτική, ιδεολογική και στρατιωτική θέση ηγεμονίας – πόσο μάλλον την επαύριο των αραβικών εξεγέρσεων, του πολέμου στην Συρία, της ανόδου του ISIS και της οριστικής απόσυρσης από το Αφγανιστάν. Είναι δεδομένο πως σταδιακά θα αρχίσουμε να βλέπουμε όλο και περισσότερες χολιγουντιανές ταινίες που θα επιχειρούν να αναμετρηθούν συμβολικά και αλληγορικά με αυτό το νέο διεθνές γεωπολιτικό οικοσύστημα, εκφράζοντας τα μετα-αυτοκρατορικά άγχη της καταρρέουσας αμερικάνικης ηγεμονίας. Ήδη το 2021 είδαμε ένα Dune και το 2022 ένα Top Gun, τα οποία, αν τα κοιτάξουμε από αυτήν την σκοπιά, έχουν να μας πουν σε επίπεδο context και subtext πολλά περισσότερα απ’ όσα μας λέει το text τους. Το The Way of Water, φέρνοντας εκ των πραγμάτων σε επαφή τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του Cameron με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής μας, λειτουργεί καλύτερα ως αλληγορικό τεκμήριο μιας αδυναμίας: η αυτοκρατορία δε μπορεί πια να αντεπιτεθεί. Προσπαθεί, αλλά αποτυγχάνει. Κι αυτή η αποτυχία είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του νέου Avatar. Όχι επειδή ο Cameron προτείνει κάποια εξαιρετικά πρωτότυπη ή ουσιαστική επεξεργασία της, αλλά επειδή η ταινία λειτουργεί εξαιρετικά ως σύμπτωμά της, όπως έγραφε ο εκλιπών Mark Fisher για το πρώτο Avatar πίσω στις αρχές του 2010.

Ποιες είναι όμως οι αντίρροπες δυνάμεις που “αντιστέκονται” στην αυτοκρατορική ηγεμονική μηχανή της στρατιωτικής επιχείρησης που προσπαθεί να αποικήσει την Pandora ως μοναδική ελπίδα μιας Γης και μιας ανθρωπότητας που βρίσκεται σε αργό θάνατο; Για τον Cameron, η απάντηση βρίσκεται στις αφηρημένες δυνάμεις της φύσης, όπως αυτές ενσαρκώνεται στην ίδια την Pandora ως ζωντανό οικοσύστημα με το οποίο συνδέονται οι Na’vi μέσω ενός πλανητικού νευρωνικού δικτύου. Μπορεί η ιδέα του Cameron ως προς την αναπαράσταση των δυνάμεων της αντίστασης να μην είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά απηχεί μια συγκεκριμένη φιλοσοφική αντίληψη για την φύση ως κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο από τον πολιτισμό, ως κάτι αγνό και αμόλυντο. Η ρομαντική φιλοσοφία της φύσης που υιοθετεί ο Cameron βλέπει την Pandora και τα έμβια όντα της ως επικράτεια μιας χαμένης αυθεντικότητας, ως χαμένο παράδεισο αδιαμεσολάβητης επαφής με την “Μητέρα Γη” (κατά την συνήθη new age εικονογραφία), ως κινητήριο δύναμη μιας pop μισανθρωπίας που βλέπει τον τεχνικό πολιτισμό σαν εμπόδιο στην επιθυμία επιστροφής στην φύση. Γιατί, εν τέλει, αυτό φαντασιώνεται ο Cameron μέσα από το Avatar: την επιστροφή στην φύση ως αποκατάσταση μιας χαμένης αυθεντικότητας, σταθερό μοτίβο άλλωστε του ενοχικού δυτικού πολιτισμού, από την βαθιά οικολογία των tree-huggers μέχρι τον post-covid αναγεννημένο αντι-ανθρωπισμό του “humanity is a virus”, και σε σημειολογικό επίπεδο από τους Ψόφιους Κοριούς μέχρι τον Ύπο.

Ο Cameron μεταχειρίζεται αυτήν την εξιδανικευτική φιλοσοφία της φύσης ως βαρύγδουπο κήρυγμα για ήττα της ανθρωπότητας, κι η ιδεολογική σύγχυση της μαζικής κουλτούρας αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως, ακόμα κι αν ξεκινάει από προοδευτικές/liberal αφετηρίες, μπορεί κάλλιστα να εξοκείλει σε μηδενιστικές και αντιδραστικές θεωρίες, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ένας μισάνθρωπος πριμιτιβισμός που εξιδανικεύει τον εξωγήινο Άλλο της Pandora. Μ’ αυτήν την έννοια, το The Way of Water είναι με τη σειρά του ένα κινηματογραφικό σύμπτωμα της σύγχρονης ρηχής και απλοϊκής οικολογικής συνείδησης που αντιστοιχεί στην εποχή του viral περιβαλλοντικού ακτιβισμού α λα Greta Thunberg και των ατομικών lifestyle επιλογών της ανακύκλωσης, της ηθικής κατανάλωσης και του βιγκανισμού. Κι αυτή η ιδεολογική ρηχότητα του Avatar δεν γίνεται πουθενά πιο εμφανής απ’ ό,τι στην αναπαράσταση των Na’vi ως αυτόχθονων πληθυσμών της Pandora. Φυσικά, η αναπαράσταση των αυτοχθόνων πληθυσμών στο σινεμά είναι ένα πολύπλοκο και σύνθετο θέμα με μεγάλη ιστορία πίσω του, ξεκινώντας από το Tabu του F.W. Murnau κι από τα κλασικά χολιγουντιανά western και φτάνοντας μέχρι τις pop εκδοχές της Disney α λα Pocahontas και φυσικά τα μεγα-blockbusters τύπου Avatar. Στο μεγαλύτερο μέρος της, αυτή η παράδοση χαρακτηρίζεται από δύο φαινομενικά αντίθετα αλλά στην πραγματικότητα αλληλοσυμπληρωματικά modes: τον αυτόχθονα ως βάρβαρο εχθρό και τον αυτόχθονα ως ευγενή άγριο. Κι οι δύο εκδοχές είναι με τον τρόπο τους προβληματικές, καθώς η πρώτη τείνει προς την απανθρωποποίηση και η δεύτερη προς την εξωτικοποίηση, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πιο εκλεπτυσμένη (και συχνότατα ασυνείδητη ή ύπουλη) μορφή απανθρωποποίησης.

Το Avatar, ας πούμε, όπως και οι περισσότερες χολιγουντιανές ταινίες εδώ και περίπου μισό αιώνα, εμπίπτει στην δεύτερη κατηγορία, κι ενδίδει πολύ πρόθυμα στον πειρασμό των εύκολων στερεοτυπικών απεικονίσεων και στις απλοϊκές/απλουστευτικές ηθικές και ιδεολογικές φορτίσεις. Αυτά τα στερεότυπα ανταποκρίνονται προφανώς σε αρχετυπικές εικόνες του δυτικού πολιτισμού για την επαφή με την ετερότητα και τον άλλο, οι οποίες σταδιακά γίνονται όλο και πιο “φιλικές” προς τους αυτόχθονες στο πέρασμα του 20ού αιώνα. Στον πυρήνα αυτών των φαινομενικά καλοήθων αναπαραστάσεων του ευγενούς αγρίου βρίσκεται συνήθως μια ενοχική εξωτική φαντασίωση για τον ιθαγενή ως Μαγικό Άλλο που κρατάει το κλειδί της σωτηρίας του δυτικού πολιτισμού μέσα από την υποτιθέμενη “αυθεντική” και “αδιαμεσολάβητη” επαφή με το περιβάλλον, τα ζώα, το σώμα και οτιδήποτε άλλο “φυσικό”. Σε μια τέτοια αφήγηση, ο δυτικός μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να πάρει τον ρόλο του προδότη της φυλής ή του πολιτισμού του, και να ζήσει τον μύθο του ως ένας από τους “άγριους”, όπως ο τζιβάτος LARPer Spider στο The Way of Water, η κριντζότητα του οποίου δείχνει να διαφεύγει από τον Cameron. Κατά ένα μεγάλο μέρος του, τόσο το αρχικό Avatar όσο και το πρόσφατο sequel, αποτελούν μια μακρά συλλογή από όλα τα εξωτικοποιητικά κλισέ βάσει των οποίων έχει αναπαραστήσει τις τελευταίες δεκαετίες το “καλοήθες” και “προοδευτικό” Hollywood τους αυτόχθονες πληθυσμούς, απλά αυτήν την φορά επεκτείνεται και κάτω από το νερό, αφού εκεί περίμενε ένα ολόκληρος υποβρύχιος κόσμος για ανακάλυψη.

Για τις ανάγκες της οικοδόμησης ενός sci-fi/action οικοδομήματος, βέβαια, ο Cameron μεταφέρει αυτά τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά στην διχοτόμηση ανάμεσα στον ιθαγενή και τον κατακτητή, με τον Jake Sully να βρίσκεται σε μια ενδιάμεση θέση όπου γνωρίζει κι έχει αποτελέσει μέρος και των δύο κόσμων. Ο ιθαγενής κι ο κατακτητής ως αρχετυπικές φιγούρες αντιστοιχούν ο καθένας σε διαφορετικά είδη γνώσης, διαφορετικά στυλ ύπαρξης, διαφορετικές πολεμικές τεχνολογίες και διαφορετικά ηθικά σύμπαντα. Ο ιθαγενείς είναι “σε αρμονία” με τον κόσμο, ενώ ο κατακτητής “αποβάλλεται” από το ίδιο το περιβάλλον. Ο ρομαντισμός του Cameron αποδίδει αυτές τις δομικές διαφορές σε έναν οικολογικό μυστικισμό ως προς την σχέση του ιθαγενούς με την φύση, μια σχέση υποτιθέμενα χωρίς εντάσεις και ασυνέχειες, αφού μοιράζονται μια κοινή βαθιά ουσία που τους φέρνει σε συνεχή επικοινωνία και αρμονία. Αυτή η ουσιοκρατική αντίληψη για την φύση ως “μυστήριο” στο οποίο συμμετέχει ο “ιθαγενής” αντιτίθεται στην αλλοτριωμένη φιγούρα του κατακτητή που προσπαθεί να τιθασεύσει με την βία τις φυσικές δυνάμεις. Εκεί που ο πρώτος βρίσκει πληρότητα, ο δεύτερος βρίσκει κατακερματισμό. Κι αυτό με τη σειρά του αντιστοιχεί σε δυο διαφορετικές εκδοχές του στρατιωτικού ηγέτη ως προς την σχέση με το έδαφος και τους συμπολεμιστές του, με τον ιθαγενή να χαρακτηρίζεται από οριζοντιότητα και τον κατακτητή από καθετότητα. Καθόλου τυχαία, αυτή η διαφορά μεταφέρεται και στο επίπεδο των στρατιωτικών πρακτικών, αφού ο μόνος τρόπος για τον κατακτητή να γίνει αποτελεσματικός είναι να προσομοιώσει την οριζόντια νομαδική πολεμική μηχανή των ιθαγενών, με τους νεκρούς ανθρώπινους στρατιώτες να παίρνουν την μορφή Na’vi avatars ώστε να αντιμετωπίσουν τους αυτόχθονες στο δικό τους έδαφος. Η αυτοκρατορία αναγκαστικά προσαρμόζεται στο επίπεδο του ασύμμετρου και ανώμαλου εδάφους για να αντιμετωπίσει έναν αόρατο και απρόβλεπτο εχθρό, όπως έχει αναλύσει πανέξυπνα ο αρχιτέκτονας Eyal Weizman στην περίπτωση του Ισραήλ και της Παλαιστίνης.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως οι Na’vi είναι εξωγήινοι. Οποιαδήποτε ευκαιρία είχε όμως ο Cameron να χρησιμοποιήσει έναν εξωγήινο πολιτισμό ώστε να προτείνει μια διαφορετική οπτική πάνω στο ανθρώπινο σπαταλιέται από την μεταχείριση των Na’vi απλά ως στερεοτυπικούς ιθαγενείς σε CGI στεροειδή. Καθώς η εξωγήινη φύση τους δεν έχει τίποτα το αλλόκοτο ή απόκοσμο που θα αποσταθεροποιούσε τις βεβαιότητές μας για την σχέση του ανθρώπινου με το μη-ανθρώπινο, οι Na’vi αντιστοιχούν απλώς στην νοσταλγική φαντασίωση για μια προϋπάρχουσα αγνή κατάσταση που οφείλει να αντικατασταθεί προκειμένου να επέλθει αρμονία και πληρότητα. Ταυτίζοντας το εξωγήινο με μια ρομαντικοποιημένη εκδοχή του αυτόχθονα ως δήθεν “αυθεντικού” ανθρώπου, ο Cameron αναδεικνύει άθελά του ακόμα περισσότερο την ιδεολογική σύγχυση του Hollywood: ο αντι-τεχνολογικός μισανθρωπισμός του δεν είναι παρά ένας αφελής και μπερδεμένος hyper-ανθρωπισμός με ακριβά ειδικά εφέ, αφού δεν κατανοεί πως η εμμονική αναζήτηση της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας της ουσίας του ανθρώπινου είναι η ίδια η παγίδα του ανθρωπισμού, και αυτό που τον έφερε σε αδιέξοδο. Κι έτσι από την επαφή με το εξωγήινο δεν απομένει κανένα ίχνος της ριζικής ετερότητας και του Μεγάλου Έξω που θα μπορούσε να απελευθερώσει την φαντασία, παρά μόνο η ανάμνηση ενός μπούγιου ψιλόλιγνων μπλε εφήβων που αποκαλούν ο ένας τον άλλο “bro” περίπου 23.526 φορές μέσα σε 192 λεπτά (bro=αδελφέ).

Αν θυμόμουν περισσότερα πράγματα για την ιστορία και τους χαρακτήρες του The Way of Water, θα έλεγα κάτι παραπάνω και γι’ αυτά. Νιώθω όμως πως τα ξέχασα εντελώς, όπως συνέβη και το 2009 με την πρώτη ταινία. Θυμάμαι μόνο ένα γενικό περίγραμμα, σε βαθμό που αμφιβάλλω αν ποτέ υπήρξε κάτι περισσότερο. Όπως έγραψε ο Paul Schrader στο δικό του based λακωνικό review: Η ταινία ξεκίνησε, μετά έγιναν μερικά κουλ πράγματα στην οθόνη, και μετά η ταινία τελείωσε. Στο ενδιάμεσο, σε επίπεδο δραματουργίας και συναισθηματικής επένδυσης είδαμε μερικά αφελή, στερεοτυπικά, και μονοδιάστατα πράγματα γύρω από την οικογένεια, την πατρότητα και τους έμφυλους ρόλους. Σε αυτό το επίπεδο, η ταινία ήταν τόσο σχηματική που αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο απλό και το απλοϊκό/απλουστευτικό. Απ’ ό,τι φαίνεται, σύμφωνα με τον Cameron, το μόνο πράγμα που μπορεί να αντισταθεί στην αντεπιτιθέμενη αυτοκρατορία είναι το βασικό πολιτικό, οικονομικό και συναισθηματικό κύτταρο της πυρηνικής οικογένειας, δηλαδή η ίδια η “φύση” οργανωμένη σε κοινωνική μορφή. Αυτό είναι το μήνυμα της ταινίας, κοινότοπο όσο και ξεπερασμένο, που ο Cameron σου φωνάζει μέσα στα μούτρα με δύναμη, και για να σιγουρέψει ότι τόση ώρα άκουγες τι σου έλεγε και δεν χάζευες απλώς τα όμορφα χρώματα πίσω από τα 3D γυαλιά σου, σε ρωτάει: κατανοητό, bro;

Best of internet