Quantcast

Το Queen of the Deuce αφηγείται την ιστορία μιας Ελληνοεβραίας λεσβίας που κατέκτησε την πορνοβιομηχανία της Νέας Υόρκης

Μιλήσαμε με την σκηνοθέτρια, Βάλερυ Κοντάκου, για την ταινία που κάνει πρεμιέρα αυτές τις μέρες στα σινεμά

Το ντοκιμαντέρ περνάει μια χρυσή εποχή. Αυτό είναι κάτι που έχουμε επαναλάβει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια, με διάφορες αφορμές. Κι η αλήθεια είναι ότι πράγματι, είτε μιλάμε για την pop άνθιση του είδους σε streaming πλατφόρμες σαν το Netflix είτε μιλάμε για την αυξανόμενη επιτυχία και καταξίωση ταινιών non-fiction στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ο κόσμος βλέπει και αποζητάει περισσότερο ντοκιμαντέρ. Κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς κι από το αυξημένο hype και buzz που έχουν πλέον αμιγώς ντοκιμαντερίστικες κινηματογραφικές διοργανώσεις, με πρώτο και εμβληματικότερο το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης φυσικά. Νωρίτερα μέσα στο μήνα, παρεμπιπτόντως, βρισκόμασταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και όλως τυχαίως σχολιάζαμε ακριβώς αυτό: την σύγχρονη άνθιση του ντοκιμαντέρ:

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Nerdcult (@nerdcult.gr)

Μια από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το Μάρτιο ήταν το Queen of the Deuce (Deuce είπαμε ε;) της Βάλερυ Κοντάκου, με τον ελληνικό τίτλο Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης, η οποία έπειτα από δύο sold out προβολές κέρδισε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) για την καλύτερη ελληνική ταινία από το επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Πρόκειται για ένα υβριδικό φιλμ που αξιοποιεί συνεντεύξεις, αρχειακή έρευνα και animated αναπαράσταση προκειμένου να αφηγηθεί την ιστορία της Chelly Wilson, μιας χαρισματικής και πρωτοπόρας Ελληνοεβραίας, λεσβίας, δαιμόνιας επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη που γλίτωσε τελευταία στιγμή από το Ολοκαύτωμα, για να χτίσει τη δική της αυτοκρατορία πορνοσινεμά στη Νέα Υόρκη του ’70.

Η σκηνοθέτρια Βάλερυ Κοντάκου, εξάλλου, αποτελεί μια διαρκή και επίμονη φωνή του ελληνικού ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος και κινηματογραφική κοινότητα, έχοντας ιδρύσει από το 2009 το Exile Room, έναν καλλιτεχνικό θεσμό και χώρο που έκτοτε είναι αφοσιωμένος στο ντοκιμαντέρ με μια σειρά από εκδηλώσεις, workshops και φυσικά προβολές ταινιών. Σημειωτέον πως η ταινία προβάλλεται στις 31 Μαρτίου και 7 Απριλίου στον Κινηματογράφο Άστορ στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη από τις 6 έως τις 12 Απριλίου στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές» (μετά την πρώτη προβολή της 31 Μαρτίου θα ακολουθήσει και πάρτυ στο Άστορ). Από τις μέρες του φεστιβάλ θέλαμε να μιλήσουμε με την Βάλερυ, αλλά δεν έκατσε, οπότε αρπάξαμε τώρα την ευκαιρία για μια συζήτηση πάνω στην ταινία και το ντοκιμαντέρ ευρύτερα:

Τα μεγάλα βραβεία των τελευταίων φεστιβάλ Βενετίας και Βερολίνου πήγαν σε ντοκιμαντέρ. Θεωρείς ότι βρίσκεται σε δημιουργική άνθιση αυτήν την στιγμή το ντοκιμαντέρ;

Καλό ερώτημα. Δεν ξέρω αν πρόκειται απαραίτητα για δημιουργική άνθηση, αλλά σίγουρα θεωρώ ότι πλέον το ντοκιμαντέρ έχει άδεια να είναι ο εαυτός του. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο κόσμος αναγνωρίζει πια ότι το ντοκιμαντέρ δεν χρειάζεται να είναι ούτε ιστορικό, ούτε δημοσιογραφικό, μπορεί να είναι δημιουργικό, υβριδικό, animated, παράξενο, αλαφροϊσκιωτο, χιουμοριστικό… Κι αυτό δεν ξενίζει πια το κοινό, κι ούτε το κάνει να αποστρέφει το βλέμμα, ψάχνοντας κάτι πιο διασκεδαστικό. Άρα θα έλεγα ότι υπάρχει πλέον μια απόλυτη παραδοχή και ότι ο μέσος θεατής θεωρεί επιτέλους το ντοκιμαντέρ «κανονική ταινία» – ένας πολύ αστείος όρος που ακούγαμε πολύ στα 90s. «Α, είναι ντοκιμαντέρ; Καλά, άστο τότε, εγώ νόμιζα ότι είναι κανονική ταινία». Δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο που το «Sur l’Adamant» του Nicolas Philibert κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολινο – δηλαδή το βραβείο καλύτερης ταινίας. Ήταν υποψήφιος και για το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, αλλά δεν το πήρε. Γιατί είχε κάνει «κανονική ταινία» και πήρε το βραβείο που του άξιζε! 

Πώς ερμηνεύεις ότι το ντοκιμαντέρ γίνεται όλο και πιο δημοφιλές είδος στο κοινό, είτε στην τηλεοπτική/streaming εκδοχή του είτε σε φεστιβαλικό κινηματογραφικό κύκλωμα;

Νομίζω ότι το ντοκιμαντέρ άρχισε να γνωρίζει άνθηση από τότε που ο Michael Moore έκανε το «Roger and Me» (1998) και το «Bowling for Columbine». Βέβαια οι ταινίες που έκανε τότε ο Moore ηταν πιο δημοσιογραφικές, αλλα ηταν δομημένες σαν ιστορίες, άγγιξαν τους θεατές κι απέσπασαν μεγάλα βραβεία σε φεστιβάλ και μάλιστα έβγαλαν και χρήματα!  Αυτή η επιτυχία έδωσε ώθηση και σε άλλα ντοκιμαντερ, άλλου χαρακτήρα και αισθητικής, να ξεφύγουν από τη πεπατημένη και να πειραματιστούν με το ειδος, τη δομή, τα visuals κι αυτό ήταν μια μεγάλη απελευθέρωση. Τώρα βέβαια είμαστε σε μια νέα εποχή στο ντοκιμαντέρ, με νέους και δυνατούς παίκτες όπως το netflix, τα podcasts, το φαινόμενο True Crime, που στην Αμερική είναι ένα πανίσχυρο trend. Υπάρχει δηλαδή και ένα στοιχείο ηδονοβλεψίας που παλιότερα δεν ήταν τόσο έντονο, αλλά όσα ντοκιμαντέρ για serial killers κι αν βγάλει το Netflix, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή για το non fiction. 

Πιστεύεις ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε σαφώς fiction και non-fiction όταν πρόκειται για σινεμά;

Σε καμία περίπτωση. Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ στην ιστορία του είδους κινούνται σε αυτή την γκρίζα περιοχή. Κι όλο αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Θα σε παραπέμψω σε ένα διαμαντάκι δεκαετίας, το «The Arbor» της Clio Barnard, το οποίο μάλιστα είχαμε προβάλλει στο Exile Room. Πρόκειται για την ιστορία της θεατρικής συγγραφέως Andrea Dunbar που πέθανε σε ηλικία 29 ετών από το αλκοόλ. Στην ταινία, τα παιδιά της Dunbar, που είχαν μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία , δεν ήθελαν να φαίνονται στην κάμερα. Οπότε τα παίζουν ηθοποιοί, οι οποίοι κάνουν lip sync τις πραγματικές συνεντεύξεις τους. Είναι απίθανο να το βλέπεις και δεν θα το καταλάβαινες ποτέ αν δεν στο έλεγε κανείς. Κι όλο αυτό συνδυάζεται με αρχειακό υλικό και ένα live staging του θεατρικού έργο που έκανε την Dunbar διάσημη, το οποίο μάλιστα εκτυλίσσεται στη συνοικία που κατοικούσε κάποτε η συγγραφέας. Μιλάμε για ένα εκπληκτικό κινηματογραφικό κατασκεύασμα πολύ μπροστά από την εποχή του.    

Βοηθάει να υπάρχουν φεστιβάλ που ασχολούνται μόνο με το ντοκιμαντέρ

Και ναι και όχι. Ναι διότι δεν χάνονται μέσα στο πλήθος των big budget ταινιών, ταυτόχρονα όμως συμβαίνει κι αυτό που λέγαμε παραπάνω: ενισχύει δηλαδή την αίσθηση ότι τα ντοκιμαντέρ δεν είναι «κανονικές ταινίες», όπως όλες οι άλλες. Δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να το λύσει αυτό, αλλά σίγουρα δεν είναι ένα πρόβλημα για το οποίο αξίζει να διαμαρτυρόμαστε! Ειδικά σε σχέση με την μεταχείριση που είχε το ντοκιμαντέρ στο παρελθόν.

Το Exile Room είναι ένας χώρος/θεσμός που έχει εδραιωθεί για τα καλά πια στην Αθήνα. Πώς αποτιμάς μέχρι τώρα αυτή την διαδρομή;

Με μεγάλη ικανοποίηση! Ο στόχος μας ήταν να χτίσουμε μια στέγη για το ντοκιμαντέρ και για όλους όσους ενδιαφέρονται γι’ αυτό και νομίζω ότι το πετύχαμε. Κάνουμε προβολές, συζητήσεις, εργαστήρια, κάνουμε δικάς μας ταινίες και γενικά είμαστε ανοιχτοί σε όποιον θέλει να έρθει να μας γνωρίσει και να μιλήσει μαζί μας. Όταν πρωτοξεκίνησε το Exile Room, ο λίγος κόσμος που ερχόταν στις προβολές μας ρωτούσε αν είναι το σπίτι μας. Μπορεί εμείς να μην μένουμε εκεί, αλλά είναι σίγουρα το σπίτι του ντοκιμαντέρ στην Αθήνα.

Αντιμετωπίζεις το ντοκιμαντέρ περισσότερο σαν τρόπο να αναπαραστήσεις την πραγματικότητα ή ως τρόπο να παρέμβεις σε αυτήν;

Κανένα από τα δύο. Δεν κάνω αναπαράσταση της πραγματικότητας, την  αναδεικνύω, την εξετάζω απ’ όλες τις πλευρές και τη σερβίρω με ένα τρόπο που ελπίζω ότι την κάνει πιο κατανοητή σε ένα ευρύ κοινό. Απ’ την άλλη βέβαια, μιας και μιλήσαμε για τα θολά όρια ανάμεσα στο fiction και το non fiction, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οπουδήποτε πας με μια κάμερα στο χέρι, η πραγματικότητα αναπόφευκτα αλλάζει. Οπότε εύκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι επεμβαίνω σε αυτή, είναι απόλυτα φυσιολογικό. 

Η Chelly Wilson δεν έφτιαξε μόνο μια βιομηχανία πορνό, αλλά και μια ιδιότυπη κινηματογραφική κοινότητα. Πώς βλέπεις αυτήν την δημιουργία κοινότητας, έχοντας κατά νου εμπειρίες όπως του Exile Room;

«Build it and they will come». Στην αρχή θα σε θεωρήσουν παράξενο. Μετά θα σε αγαπήσουν. Και μετά θα σε αντιγράψουν. Σκέψου πόσος κόσμος στην Αθήνα ασχολούνταν με το ντοκιμαντέρ πριν το Exile Room (σχεδόν κανείς) και πόσα πράγματα συμβαίνουν τώρα. Κι αυτό το λέω με χαρά, γιατί αν κάτι είναι καλό, αξίζει να το αναπαράξεις και να το μοιραστείς με τους γύρω σου. Η Chelly ήταν μεγάλη υπέρμαχος του να μοιράζεσαι τα οφέλη οποιαδήποτε εγχειρήματος με την κοινότητά σου, ήταν πολύ γενναιόδωρη και είχε κάτι να προσφέρει σε όλους.

Η διαδρομή της Chelly από την εβραϊκή Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου μέχρι την πορνογραφική βιομηχανία της Νέας Υόρκης στα 70s μοιάζει με μια κρυφή ιστορία του 20ού αιώνα. Είχες μια τέτοια σκέψη από την αρχή ή ξεκίνησες αναζητώντας μια προσωπική ιστορία;

Ξεκίνησα με την προσωπική ιστορία, γιατί αυτό ήταν που μου είχε κάνει την πιο μεγάλη εντύπωση στην Chelly. Η γυναικα με τις ατελείωτες δυνατότητές. Όταν τη γνώρισα, ένιωσα σαν να μην υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσε να κάνει. Ήταν ένας πραγματικός γίγαντας στα μάτια μου. Όλα αυτά τα χρόνια μετά, όταν έκατσα να ξεμπλέξω το κουβάρι της ζωής της για να τη φέρω στη μεγάλη οθόνη, συνειδητοποίησα ότι η πορεία της ήταν συνυφασμένη με μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας. Το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το Ολοκαύτωμα, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τα LGBTQI+ δικαιώματα. Ήταν σαν να έπαιζε η ταινία μπροστά στα μάτια μου πριν την κάνω καν. Απλά είμαι χαρούμενη που κατάφερα να τη βγάλω ασπροπρόσωπη!

Η οικογένεια και η εθνικότητα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία, τι σήμαινε για σένα η δημιουργία του φιλμ από την σκοπιά της προσέγγισης της Ελληνο-Αμερικάνικης ταυτότητας;

Αρχικά θα πρέπει να σου πω ότι δεν πιστεύω στο Αμερικανικό Όνειρο. Απλα η συγκυρία ήταν τέτοια που δημιουργήθηκαν πολλές ευκαιρίες στην Αμερική μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Chelly δεν άφησε καμία από αυτές να της ξεφύγει. Νομίζω ότι το πιο σημαντικό στοιχείο γι’ αυτήν ήταν η αίσθηση της ελευθερίας που της προσέφερε αυτή η καινούργια αρχή. Μπορούσε επιτέλους να ξαναγράψει την ιστορία της από την αρχή. Και θεωρώ ότι αυτό είναι ένα μέρος της εμπειρίας κάθε μετανάστη, αν και εγώ ανήκω στη δεύτερη γενιά – οι γονείς μου ήταν αυτοί που άφησαν την Ελλάδα πίσω τους, εγώ γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη. Η Chelly κι εγώ συναντηθήκαμε στη μέση. Αυτήν την κυνηγούσαν οι αναμνήσεις του παρελθόντος, ενώ εγώ ζούσα με το φάντασμα μιας χώρας που δεν είχα γνωρίσει ποτέ από πρώτο χέρι. Η Ελλάδα πάντως κυλούσε στις φλέβες και των δυο μας, και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο κάναμε ότι ήταν απαραίτητο για να συμφιλιωθούμε με αυτό. Ίσως «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» να είναι η ultimate παραδοχή της Ελληνο – Αμερικανικής ταυτότητας μου. 

Best of internet