Quantcast

Το Too Old to Die Young πήγε την τηλεόραση ένα βήμα παρακάτω, πιο κοντά στην κόλαση

Και πιο κοντά στο σινεμά, γιατί Nicolas Winding Refn είναι αυτός

Όταν μια τηλεοπτική σειρά περιστρέφεται τόσο πολύ γύρω από την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα κατεξοχήν συνεργατικό μέσο όπως η τηλεόραση, τότε είναι αδύνατον να μην μιλήσεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο. O Nicolas Winding Refn, λοιπόν, είναι παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του φρεσκότατου Too Old to Die Young που κυκλοφόρησε πριν από λίγες βδομάδες από το Amazon, οπότε μάλλον δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε ότι πρόκειται για παιδί του, αφού η στάμπα της κινηματογραφικής του πορεία όπως διαμορφώθηκε από τα δανέζικα 90s μέχρι σήμερα βρίσκεται παντού στη σειρά. Η αλήθεια είναι ότι παλιά δεν τον συμπαθούσα ιδιαίτερα, αφού μου φαινόταν ότι το ύφος του πήγαινε περισσότερο προς το επιφανειακό στυλιζάρισμα παρά προς την συνολική αισθητική πρόταση, αλλά με τα χρόνια εκτίμησα όλο και περισσότερο το σινεμά του με τις οριακές αρρενωπότητες, τον υπόγειο κοινωνιολογικό πλούτο και τον οπτικοακουστικό φετιχισμό – εκτιμώντας παράλληλα το ότι αναλαμβάνει μερακλίδικα πρότζεκτ σαν αυτό. Και πλέον μπορώ να πω ότι τα Pusher, Bronson, Valhalla Rising, Drive και Only God Forgives μ’ αρέσουν πολύ – με την εξαίρεση της τελευταίας ταινίας του, The Neon Demon, η οποία συνεχίζει να μου φαίνεται μαλακιάρα κι η οποία ήταν η βασική πηγή προβληματισμού μου ξεκινώντας να δω το Too Old to Die Young. Ευτυχώς, στο τέλος όλα πήγαν καλά – βασικά, πήγαν πολύ καλά.

Τι είναι αυτή η σειρά; Λοιπόν, στα χαρτιά το Too Old to Die Young είναι μια μπατσοσειρά για έναν μπάτσο (duh) που, έπειτα από την δολοφονία του partner του, αρχίζει να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στον υπόκοσμο συναναστρεφόμενος επαγγελματίες δολοφόνους, στρατιώτες της Yakuza, Ρώσους και Μεξικάνους μαφιόζους, διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς και άλλους πολλούς ακόμα βρώμικους μπάτσους. Ε, όσο κοινότοπα ακούγονται όλα αυτά σαν λέξεις μέσα σε οθόνη, άλλο τόσο εκρηκτικά αλλόκοτα γίνονται στην σειρά του Refn, η οποία σταδιακά βουτάει όλο και περισσότερο στον ανορθολογισμό και την παράνοια (χρησιμοποιώντας κάρτες Ταρό ως αφηγηματικό άξονα) που βρίσκεται κάτω από το έδαφος της πραγματικότητας. Για να το κάνει αυτό, επιλέγει με θράσος να τραβήξει στα άκρα το format και την οπτική γλώσσα του τηλεοπτικού επεισοδίου για χάρη της χαλαρής δομής και της μεγάλης διάρκειας με τρόπο που επιτάσσει το καλλιτεχνικό όραμα του δημιουργού κι ο εσωτερικός ρυθμός της αφήγησης. Πρόκειται για κάτι που μάλλον έχουν κάνει ελάχιστοι άλλοι στην τηλεόραση τα τελευταία χρόνια (σίγουρα ο David Lynch στο Twin Peaks κι ο Donald Glover στο Atlanta) κι ο Refn το επιχειρεί με σιγουριά ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι η κινηματογραφική έκφραση βρίσκεται σε κρίση αλλά οι δυνατότητες του filmmaking παραμένουν εκρηκτικές – βασικά, τα έχει πει κι ίδιος καλύτερα απ’ ό,τι τα λέμε εμείς.

Μην φανταστείτε, βέβαια, ότι το Too Old to Die Young χαρακτηρίζεται από φρενήρη δράση κι αδρεναλίνη. Όχι, είναι μια παράξενη σειρά, με τον ρυθμό και τη διάρκειά της να δοκιμάζουν σοβαρά την υπομονή ή/και την αντοχή των θεατών. Μπορεί να μοιάζει με φλυαρία, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι διαφορετικό, κάτι πιο ουσιαστικό. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο είδος καλλιτεχνικής αυτοπεποίθησης και ανοίγματος στον άλλο. Αντί να υποτιμάει τον θεατή δίνοντάς του πολλή πληροφορία σε λίγο χρόνο προκειμένου να του επιβληθεί αφηγηματικά και αισθητικά, ο Refn μας δίνει χρόνο δείχνοντας ότι μας εμπιστεύεται, πιστεύοντας ότι ο θεατής είναι ικανός να επεξεργαστεί και να εξερευνήσει τον συναισθηματικό, θεματικό και οπτικοακουστικό χώρο που δημιουργεί η σειρά. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε ήδη από την αρχή να περνάμε ένα τέταρτο με τον πρωταγωνιστή πριν καν τον ακούσουμε να μιλάει. Καθ’ όλη την (μεγάλη) διάρκεια της σειράς, πράγματα που αλλού θα ξεπετάγονταν με ένα ολιγόλεπτο flashback εδώ απλώνονται σε επεισόδια μιας ώρας, με την έμφαση να τοποθετείται λιγότερο στην κυριολεκτική πλοκή και περισσότερο στην ένταση και το συναίσθημα που προκαλούν οι εικόνες.

Πρόκειται, βέβαια, για εικόνες πολύ σκοτεινές μέσα στην φετιχιστική πανδαισία που έχουν με τα πανέμορφα χρώματα και τις υπέροχες μουσικές του Cliff Martinez να τις συνοδεύουν. Σε αντίθεση, όμως, με την τόση πολλή ντεμέκ σκοτεινιά στην οποία επιδίδεται με όλο και πιο επιτηδευμένο τρόπο η τηλεόραση ανάγοντας το dark-and-serious σε μια φόρμα χωρίς περιεχόμενο, το Too Old to Die Young με έπεισε ότι είναι αληθινά πρόθυμο να βυθιστεί στο σκοτάδι της εποχής του. Ουσιαστικά, βρήκα την σειρά αληθινά σκοτεινή ακριβώς επειδή αναγνωρίζει την αδυνατότητα ενός τέτοιου ύφους που δεν αποστασιοποιείται καθόλου από τον εαυτό του με ειρωνικό τρόπο για να αντικρίσει τον γελοίο, υστερικό, κωμικό του πυρήνα. Προκειμένου να το κάνει αυτό, ο Refn γυρίζει συνεχώς τούμπα το crime drama και το neo-noir ύφος με τρόπο που θυμίζει την αντίληψη του Lynch για τα genres, δηλαδή φτιάχνοντας μια παρωδιακή σχέση μαζί τους ώστε να δείξει την συμβατικότητά τους, το πόσο εύκολα μπορούν να μετατραπούν στο αρνητικό τους. Αυτή ακριβώς η αποσταθεροποιητική οπτική βρίσκει τον καταλληλότερο πρωταγωνιστής της στο baby face του Miles Teller, ο οποίος είναι επιτέλους αυτό που ταιριάζει στο σινεμά του Refn γιατί καταφέρνει να συλλάβει το ιδιαίτερο σχιζοειδές deadpan ύφος πολύ καλύτερα από τον Ryan Gosling.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα λέγαμε ότι η αφήγηση του Refn ακολουθεί τα μοτίβα του κλασικού αντι-ήρωα όπως τον γνωρίσαμε στα crime dramas από τα 60s-70s κι έπειτα. Όσο περνάνε τα επεισόδια, όμως, βλέπουμε κάτω από το έδαφος της σειράς να επενεργούν δυνάμεις που αποδομούν αυτό το μοτίβο του άντρα αντι-ήρωα και τις βεβαιότητές του. Η εικόνα του λιγομίλητου κι επικίνδυνου (πλην αφόρητα κουλ) άνδρα με την ελαττωματική ηθική πυξίδα αλλά και την ακατάμηχητη γοητεία αρχίζει σιγά σιγά να θρυμματίζεται και στη θέση του να αναδεικνύεται ένα νέο μοτίβο που μοιάζει να επικοινωνεί με την γυναικεία αποδόμηση του αντι-ηρωισμού, όπως για παράδειγμα έχουμε δει και πρόσφατα στο κινηματογραφικό You Were Never Really Here της Lynne Ramsay και το τηλεοπτικό Killing Eve της Phoebe Waller-Bridge. Φυσικά, επειδή Refn είσαι αφού, ακόμα υπάρχουν δυσκολίες στο γράψιμο γυναικών και προβλήματα στην χρήση των γυναικείων σωμάτων ως props, αλλά αν μη τι άλλο έχει τρομερό ενδιαφέρον το ξεδίπλωμα αυτής της δυναμικής μέσα στην σειρά. Έτσι, ο Refn μοιάζει να στέλνει ένα αντιφατικό love/hate letter στην σκληροτράχηλη αντι-ηρωική παράδοση των Walter Hill, William Friedkin, Michael Mann, Abel Ferrara και Paul Schrader από τα 70s και τα 80s, μπλέκοντάς την με τον αναρχικό pulp μυστικισμό ενός Pynchon ή ενός Illuminatus. Γενικά, κακά τα ψέματα, ο Refn αγαπάει την Αμερική και το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει σαν να αναθέσανε στον Tarkovsky να φτιάξει ξανά το Narcos υπό την επήρεια LSD. Όχι άσχημα δηλαδή.

Μέσα στην αινιγματική κι ενίοτε χαοτική πολυπλοκότητά του, η αόρατη θεματική συγκολλητική ουσία που μοιάζει να συγκρατεί το Too Old to Die Young είναι η βίαιη ανορθολογικότητα κάτω από την επιφάνεια της κοινοτοπίας της καθημερινή ζωής, μετατρέποντας σιγά σιγά την σειρά σε μια απροσδόκητα εύστοχη πλην πυκνή αλληγορία για τον σύγχρονο alt-φασισμό, τον αμοραλισμό, τον κυνισμό και την απάθεια. Με την εκρηκτική του αισθητική γλώσσα, ο Refn στοχοποιεί την εργαλειακή ηθική του καλού και του κακού, την εγκληματική ακροδεξιά φαντασίωση της (χαμένης συνήθως) αθωότητας, την ίδια την αστυνομία με τον πιο βαθύ και δομικό τρόπο δείχνοντας πώς σχετίζεται με την κρατική και μιντιακή οργάνωση της παράνοιας, του φόβου, του μίσους. Σχεδόν από το πουθενά, εκεί που περιμένεις να δεις μια μπατσοσειρά με καλή αισθητική, αρχίζει να αποκαλύπτεται ένα υπερρεαλιστικό οπτικοακουστικό παραλήρημα που εφιστά την προσοχή σου στο γεγονός ότι η κοινοτοποίηση του ανορθολογισμού πολύ γρήγορα οδηγεί στην κοινοτοποίηση του φασισμού.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση μην φανταστείτε ότι όλο αυτό συμβαίνει με κάποιου είδους σοβαροφάνεια – ούτε καν. Σχεδόν τα πάντα οδηγούν σε μια κωμικοτραγική, πολύχρωμη, εκστατική, υπερ-βίαιη extravaganza. Κατά μία έννοια, ο Refn μ’ αυτό το έργο μοιάζει πλέον πρόθυμος να αρχίσει να κατατάσσεται σ’ εκείνους τους δημιουργούς που σπέρνουν το χάος και την βία χωρίς να τα αγαπούν και χωρίς να τα απολαμβάνουν, όπως ο Herzog, ο Haneke ή ο Saulnier – για να αναφέρουμε δύο παλιούς κι έναν νέο τέτοιο δημιουργό. Απ’ αυτήν την σκοπιά, γνωρίζει καλά ότι αυτός ο βίαιος ανορθολογισμός έχει έναν πυρήνα kitsch γελοιότητας μέσα του, με σκληροτράχηλους δολοφόνους να τραγουδάνε Barry Manilow, γκάνγκστερς να γρυλίζουν με λούτρινα αρκουδάκια κι αρχιμπάτσους να τραγουδάνε για το μικρό Χριστούλη παίζοντας γιουκαλίλι μπροστά στους συγκεντρωμένους υφιστάμενούς τους, οι οποίοι με τη σειρά τους επευφημούν τον φασισμό σα να πρόκειται για αφηνιασμένους οπαδούς ποδοσφαιρικού αγώνα. Με τον ιδιαίτερο τρόπο του, αυτό το χάος μοιάζει να πιάνει τον βαθύτερο συναισθηματικό κι αισθητικό πυρήνα του σύγχρονου φασισμού, έτσι όπως έρχεται με γραφικότητα, με δολοφονικότητα, με μεταμοντέρνες ναζιστικές ιδέες, με διπλή κι αντιφατική πολιτική γλώσσα, με υπερ-τεχνολογική και υπερ-συντηρητική ορμή μαζί.

Είναι σαν ένα δανέζικο κωλόπαιδο να πηγαίνει να γράψει το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα της εποχής του σε τηλεοπτική εκδοχή, όχι με τη προστατευμένη στόφα ενός στερεοτυπικού «τρομερού παιδιού» αλλά με μια πιο αυθεντικά punk ιδιοσυγκρασία που θέλει να βεβηλώσει και βλασφημήσει, με θράσος και πάθος και με φιλοδοξία παρά τις ανεπάρκειες και τα προβλήματά του. Το αποτέλεσμα, εν τέλει, είναι ένα πράγμα αργό, υπνωτικό, βάρβαρο, εκστατικό. Είναι γκροτέσκο, μακάβριο και απάνθρωπο – αλλά χωρίς να γίνεται μηδενιστικό, κυνικό και μισάνθρωπο. Όσο περνάνε τα επεισόδια, οι σεναριογράφοι Refn και Ed Brubaker (κομιξάς που ειδικεύεται στο crime fiction) παιρνίουν μερικές γενναίες αφηγηματικές επιλογές που δίνουν μαθήματα στο πλαστικό edginess σειρών σαν το Game of Thrones όσον αφορά τον θάνατο χαρακτήρων και το παιχνίδι με τις προσδοκίες του κοινού. Κι όσο φτάνουμε προς το τέλος, η σειρά ανοίγεται όλο και περισσότερο προς την αντιφατική παράδοση του γυναικείου revenge thriller και παίρνει σταδιακά μια όλο και μεγαλύτερη φεμινιστική στροφή με την Halley Gross να προστίθεται στους σεναριογράφους, οδηγώντας μας τελικά σε ένα φινάλε απίστευτο, οργασμικό, γεμάτο μυθολογικό και οπτικοακουστικό πλούτο.

Για να κλείνουμε, το Too Old to Die Young είναι μια ακραία σειρά σε μια ακραία εποχή, η οποία δεν φοβάται να βουτήξει η ίδια στην ακρότητα ακριβώς επειδή νιώθει σίγουρη για τον εαυτό της. Ο Refn γνωρίζει ότι πλέον έχεις την ευκαιρία να κάνεις πράγματα στην τηλεόραση που δεν μπορείς να κάνεις στο σινεμά. Δεν αρκεί, όμως, απλά να πας στην τηλεόραση. Θέλει επίσης να τραβήξεις τα όριά της και να συγκρουστείς με την εποχή σου. Είναι μια αντίληψη για το μέσο που δεν είναι καινούρια, αλλά χρειάζεται σίγουρα μια νέα ορμή – κάτι που της δίνουν σειρές σαν κι αυτήν. Ακραίες, γενναίες, επικίνδυνες.

Best of internet