Quantcast

Το The Godfather είναι φτιαγμένο απ’ το υλικό που φτιάχνονται οι μύθοι

Και το The Offer, η μίνι σειρά για την δημιουργία της ταινίας του Francis Ford Coppola, είναι ένα από τα πιο bingeable πράγματα που μας έδωσε φέτος η τηλεόραση (και πλέον παίζει ολόκληρo στην COSMOTE TV)

Ήταν και είναι τεράστια η γοητεία και η εξουσία που ασκεί το The Godfather, ο Νονός, πάνω στην φαντασία των ανθρώπων αλλά και την ιστορία του κινηματογραφικού μέσου. Η ταινία του Francis Ford Coppola κατάφερε να μπει στη μαζική κουλτούρα και στο συλλογικό ασυνείδητο με έναν τρόπο που έχει επαναληφθεί ελάχιστες φορές από το 1972 που κυκλοφόρησε και μετά. Σε έναν βαθμό, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για Καλό Σινεμά™ χωρίς να δημιουργηθεί έστω ένας συνειρμός σχετικός με το The Godfather. Το ύφος του, η αισθητική του, η γλώσσα του, η μουσική του – όλα αυτά έχουν γίνει συνώνυμα του prestigious χολιγουντιανού κινηματογράφου κι η ίδια η ταινία έχει γίνει μέτρο σύγκρισης για τον συνδυασμό εμπορικής επιτυχίας, μαζικής δημοτικότητας και καλλιτεχνικής επιρροής. Ακόμα κι η ίδια η έννοια του ωραίου στο σινεμά, ως κριτήριο κινηματογραφικής ποιότητας, δεν ήταν ποτέ η ίδια μετά την ταινία του Coppola.

Είναι σχεδόν ανθρωπίνως αδύνατον να μην σου αρέσει αυτή η ταινία. Ο Νονός αρέσει σε όλους, τέλος. Όχι σαν ελάχιστος κοινός παρανομαστής, δηλαδή μια ταινία που καλύπτει με ασφάλεια όλες τις βάσεις ώστε να συμφωνεί με την αισθητική του ανθρώπινου μέσου όρου, αλλά σαν μέγιστος κοινός διαιρέτης: σαν μια ταινία τόσο μεγάλη που χωράει και διαιρεί τις υπόλοιπες, σαν μια μορφή κινηματογραφικού Υψηλού που συνεχίζει να γεννά δέος μισό αιώνα μετά τη δημιουργία της. Αυτή είναι η μυθολογία και η κληρονομιά του Νονού. Το να υποστηρίξει κάποιος ότι πρόκειται για την Καλύτερη Ταινία Όλων Των Εποχών μοιάζει με αφόρητη κοινοτοπία (παρόλο που το 2ο είναι καλύτερο, change my mind κλπ), αλλά, όπως συμβαίνει με όλες τις αφόρητες κοινοτοπίες, κρύβει έναν πυρήνα αλήθειας μέσα της – ή έστω ένα είδος ιστορικής δικαιοσύνης, αφού αντανακλά το βάθος και την διάρκεια της απήχησής του The Godfather. Μ’ αυτήν την έννοια, το The Godfather είναι κάτι σαν το Citizen Kane του μαζικού κινηματογραφικού κοινού: βρίσκεται συχνά στην κορυφή των λιστών, και αυτό σε όλους μοιάζει οκ και φυσικό, ακόμα κι αν δεν έχουν δει την ταινία ή δεν την έχουν στο δικό τους προσωπικό νο.1 (για την ιστορία, στο IMDb ισοβαθμεί με 9.2/10 με το The Shawshank Redemption μετά από 1,8 εκ. user ratings).

Φέτος, με αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας, το στούντιο της Paramount που κυκλοφόρησε τότε την ταινία αποφάσισε να φτιάξει μια τηλεοπτική σειρά που θα εξιστορεί το παρασκήνιο της δημιουργίας του The Godfather. Επικεφαλής της σειράς τέθηκε ο Michael Tolkin, συγγραφέας και σεναριογράφος που μεταξύ άλλων έχει καταπιαστεί ξανά στο παρελθόν με το χολιγουντιανό παρασκήνιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας υπογράφοντας το σενάριο της εξαίρετης μαύρης σάτιρας The Player του Robert Altman (τσεκάρετε και την προηγούμενη σειρά του, το πολύ τίμιο Escape at Dannemora). Η μίνι σειρά The Offer, η οποία έκανε ελληνική αποκλειστική πρεμιέρα την 1η Μαΐου στην COSMOTE TV (όπου πλέον είναι διαθέσιμη ολόκληρη για on demand θέαση), αφηγείται την τριπλή μάχη εξουσίας μεταξύ του παραγωγού της ταινίας Albert Ruddy, του στελέχους της Paramount Robert Evans και του σκηνοθέτη Coppola που ανέλαβε το φιλμ επειδή κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να το σκηνοθετήσει. Όπως λέει ο θρύλος, το στούντιο δεν πίστευε στο πρότζεκτ και θεωρούσε το γκανγκστερικό genre πεθαμένο, ενώ η προσπάθεια των Ruddy-Coppola να καταφέρουν να κάνουν την ταινία πραγματικότητα αποτελεί μια από τις πιο χιλιοτραγουδισμένες ιστορίες του Hollywood. Αυτήν την ιστορία ζωντανεύει το The Offer, γνωρίζοντας πως πρόκειται για το υλικό απ’ το οποίο φτιάχνονται οι μύθοι.

Όπως είπαμε και πριν, ο μύθος του Νονού είναι στενά δεμένος με την ιστορική εξέλιξη του ίδιου του αμερικάνικου σινεμά. Κατά μία έννοια, η ταινία του Coppola αποτέλεσε μια ταινία-σταυροδρόμι, ένα φιλμ που κόντρα στις αντιξοότητες βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή ώστε να αποτελέσει το σημείο σύγκλισης ανάμεσα σε δύο ιστορικές τομές: την καταξίωση των νέων αμερικάνων auteurs και την γέννηση των σύγχρονων χολιγουντιανών blockbusters. Η διαπραγμάτευση της καλλιτεχνικής αυτονομίας μεταξύ των σκηνοθετών και του συστήματος των στούντιο είναι τόσο παλιά όσο κι ο ίδιος ο χρόνος, αλλά στα τέλη του ’60 κάτι άρχισε να αλλάζει στο αμερικάνικο σινεμά. Μετά την ταυτόχρονη επιτυχία των Bonnie & Clyde, The Graduate και In Cold Blood μέσα σε μία μόλις χρονιά, άρχισε να σχηματοποιείται μια αλλαγή παραδείγματος στο Hollywood: το κέντρο βάρους της κινηματογραφικής παραγωγής άρχισε να μετατοπίζεται από το στούντιο προς τον σκηνοθέτη. Έτσι, η περίοδος της χολιγουντιανής βιομηχανίας που κράτησε χοντρικά από τα τέλη του ’60 μέχρι τις αρχές του ’80 ονομάστηκε New Hollywood και χαρακτηρίστηκε από την καλλιτεχνική ελευθερία που απολάμβανε μια νέα γενιά ριζοσπαστών δημιουργών με περιπετειώδεις και ανατρεπτικές φιλοδοξίες. Ένας από αυτούς, φυσικά, ήταν κι ο Coppola.

Το The Offer καταγράφει λεπτομερώς τους τρόπους με τους οποίους ο Coppola αναγκάστηκε να συγκρουστεί με το στουντιακό σύστημα προκειμένου να ολοκληρώσει την ταινία σύμφωνα με το όραμά του (και της τεράστιας ομάδας καλλιτεχνών που δούλεψαν μαζί του, φυσικά). Είναι γνωστό πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι επικεφαλείς της Paramount προσπάθησαν αρκετές φορές να τον αντικαταστήσουν ως σκηνοθέτη της ταινίας, επικαλούμενοι την αδυναμία του να παραμείνει εντός προγράμματος, τα περιττά έξοδα και τα λάθη παραγωγής (παρόλο που στην πραγματικότητα ο ίδιος ολοκλήρωσε την ταινία πριν από το deadline και με λιγότερο προϋπολογισμό από τον αναμενόμενο). Από την σκοπιά του στούντιο, η δυσπιστία έμοιαζε μάλλον αρκετά ορθολογική. Πριν ο Coppola εξελιχθεί σε ένα όνομα-ορόσημο του σύγχρονου σινεμά, ήταν ένας σκηνοθέτης που είχε γαλουχηθεί στην δημιουργία b-movies (από softcore ερωτικές κωμωδίες μέχρι low-budget ταινίες τρόμου) και σίγουρα δεν αποτελούσε άτομο που ενέπνεε εμπιστοσύνη στους χαρτογιακάδες του Hollywood. Ακόμα κι η ταινία που συνέδεσε δημιουργικά τον Coppola με το New Hollywood, το The Rain People του 1969, δεν αποτέλεσε κάποιο αξιοσημείωτο φιλμ για την εποχή. Στην πραγματικότητα, η πιο “κυριλέ” καλλιτεχνική του επιτυχία δεν ήταν καν σκηνοθετική μέχρι εκείνη τη στιγμή: ήταν το σενάριο που έγραψε για το Patton του 1970.

Το ότι ο Coppola εξελίχθηκε σε έναν σπουδαίο auteur μέσα από την δημιουργία του The Godfather, βέβαια, δεν θα έπρεπε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα στενά ηρωικό ατομικό κατόρθωμά του ως σκηνοθέτη (παρόλο που συχνά η κοινή αντίληψη για την κινηματογραφική δημιουργία περιλαμβάνει τέτοια στερεότυπα). Όπως δείχνει το The Offer με την μυθοπλαστική και μυθοποιητική ματιά του, ο Νονός ήταν το αποτέλεσμα ενός χαοτικού συμπλέγματος σύνθετων παραγόντων γεμάτο αντιφάσεις, συμπτώσεις και κωμικοτραγικές εμπειρίες. Παρόλα αυτά, υπάρχει φυσικά προσωπική καλλιτεχνική ταυτότητα – και μάλιστα ισχυρή. Ο Coppola, διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του Mario Puzo μαζί με τον συγγραφέα, έδειξε τρομερή δυνατότητα κατανόησης της δύναμης που έκρυβε η ιστορία σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον, ως Ιταλο-Αμερικάνος ο ίδιος, κατάφερε να δει τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις αυτής της ταυτότητας από την εποχή της μετανάστευσης στην Γη των Ευκαιριών μέχρι την αναρρίχηση στην κορυφή της πολιτικο-οικονομικής εξουσίας μέσα από την εμπλοκή με τη βιομηχανία του εγκλήματος. Μέσα στην ιταλο-αμερικάνικη ταυτότητα, την οποία μελέτησαν σε παράλληλη διαδρομή με τον Martin Scorsese, o Coppola βρήκε μια αφηγηματική διαλεκτική ανάμεσα στο μερικό και το ολικό, περνώντας από το άτομο στην οικογένεια κι από εκεί στην κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική. Ακόμα περισσότερο, έσκαψε μέσα στην ίδια την ταυτότητα για να δει πώς μορφοποιείται, τι ρόλο παίζει η παράδοση και η μνήμη, πώς μεσολαβείται από το χρήμα και την εξουσία.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εκείνο που αφορά το genre της ταινίας, ο Coppola κατανόησε βαθιά την γοητεία και την δύναμη που ασκεί η αναπαράσταση του εγκλήματος με όρους μεγαλείου, λυρισμού και επικής ματιάς. Οι μαφιόζικες ταινίες, αρχέτυπο της δεκαετίας του ’30, θεωρούταν νεκρές πλέον για το Hollywood αλλά ο Coppola κατάφερε να δει το οργανωμένο έγκλημα ως έναν σπουδαίο και ισχυρό μύθο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποκαλύπτοντας τι συμβαίνει στις σκιές, στον σκοτεινό κόσμο της παρανομίας, ο Coppola έμοιαζε σα να αποκαλύπτει τα ίδια τα μυστικά της λειτουργίας του κόσμου. Και ήξερε, φυσικά, ότι το έγκλημα είναι σαγηνευτικό με όρους ορμής, επιθυμίας, επιβολής, δύναμης – κατασκευάζοντας έτσι με τους χαρακτήρες της οικογένειας Corleone μια σειρά από διαχρονικά σύμβολα για την εξουσιαστική αρρενωπότητα αλλά και τις ρωγμές της. Όλα αυτά, μαζί με μια τρομερή επίδειξη κινηματογραφικών skills σε κατασκευαστικό επίπεδο, μετέτρεψαν το The Godfather σε ένα παράξενο και πρώιμο είδος χολιγουντιανού blockbuster, πριν καν σχηματοποιηθεί ιστορικά η ίδια η έννοια του μοντέρνου blockbuster. Ας αναλογιστούμε πως η ταινία έβγαλε σχεδόν 300 εκατ. δολάρια στο box office έναντι ενός μπάτζετ μόλις 7 εκατ., και απέκτησε αμέσως sequel σε μια εποχή που η σύγχρονη έννοια του χολιγουντιανού franchise ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί. Έτσι, με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ο Νονός έστρωσε το έδαφος για την στροφή των σκηνοθετών του New Hollywood προς την μαζικολαϊκή κινηματογραφική παραγωγή των blockbusters, όπως θα έκαναν λίγα χρόνια αργότερα ο Steven Spielberg με το Jaws και ο George Lucas με το Star Wars, χωρίς να κάνει καμία απολύτως καλλιτεχνική έκπτωση για να ταιριάξει με τις απαιτήσεις του στούντιο και τα γούστα του κοινού.

Φυσικά, η Paramount του σήμερα κατανοεί πολύ καλύτερα την δύναμη της μυθολογίας του Νονού σε σύγκριση με την Paramount του ’70. Και μ’ αυτήν την έννοια υπάρχει μια ειρωνεία στο γεγονός ότι το ίδιο στούντιο που οριακά σαμπόταρε την δημιουργία της ταινίας έρχεται μερικές δεκαετίες μετά και φτιάχνει μια τηλεοπτική σειρά για να αφηγηθεί αυτήν την ιστορία. Έτσι είναι όμως η εποχή του streaming, ειρωνική και αυτοαναφορική. Το The Offer, παρά τις αφηγηματικές αδυναμίες του και την ίσως υπερβολικά pop διάθεσή του, είναι εξαιρετικά απολαυστικό σαν εμπειρία γιατί γνωρίζει πολύ καλά την δύναμη του αντικειμένου του, της τριλογίας του Νονού (επίσης διαθέσιμη ολόκληρη  στην COSMOTE TV). Το Hollywood πάντα λάτρευε να μιλάει για τον εαυτό του φτιάχνοντας ταινίες για το πώς φτιάχνονται ταινίες, κι η σύγχρονη εποχή της νοσταλγίας δημιουργεί μια τεράστια δεξαμενή ιστοριών από τα βάθη της κινηματογραφικής μυθολογίας που περιμένουν να ειπωθούν. Δεν είναι απλά ότι το Hollywood, και πλέον η βιομηχανία του streaming, ανακυκλώνουν το παρελθόν. Περισσότερο απ’ αυτό, έχουν μια ηδονοβλεπτική ματιά προς το παρελθόν, ρομαντικοποιώντας ασταμάτητα (και ακαταμάχητα) τον ίδιο τον τρόπο που φτιάχνονται οι ταινίες. Ούτως ή άλλως, μιλάμε για την μοναδική βιομηχανία που μετατρέπει τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων της σε ένα πολύτιμο πολιτισμικό προϊόν καθεαυτό.

Όπως λοιπόν το The Godfather πέτυχε τραβώντας τις κουρτίνες και αποκαλύπτοντας τι βρίσκεται πίσω από τις σκιές του οργανωμένου εγκλήματος, έτσι και το The Offer ακολουθεί μια άλλη πετυχημένη συνταγή και τραβάει τις κουρτίνες της κινηματογραφικής παραγωγής ώστε να αποκαλύψει αυτό που βρίσκεται πίσω από τον μύθο. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι τόσο ιδανικό για μπιντζάρισμα. Πρόκειται για μια μίνι σειρά με προγραμματισμένη αρχή και προγραμματισμένο τέλος, μια αυτοτελή και συνεκτική αφήγηση, έναν δικό της διακριτό ρυθμό και ύφος καθ’ όλη την διάρκεια της. Αν με ρωτάτε, απολαμβάνω πολύ το να περιμένω μια μίνι σειρά να τελειώσει κι έπειτα να την βλέπω μονοκοπανιά σαν 5ωρη ή 6ωρη ταινία, ελπίζοντας συνήθως ότι θα αποδειχτεί πράγματι αρκούντως κινηματογραφική στην γλώσσα και την φιλοδοξία της. Έτσι έκανα και με το The Offer, καταβροχθίζοντας τον μύθο του Νονού. Τώρα που τελείωσε, το ίδιο θα πρότεινα να κάνετε κι εσείς, αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Πρόκειται για μια πρόταση που δεν μπορείτ να αρν- όχι, θα αντισταθώ, δεν το λέω.

Best of internet