Quantcast
POLITIX

Ένα χρόνο μετά τη μέρα που οι Έλληνες ναζί πήγαν στον κουβά αλλά όχι για πάντα

Η απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής ήταν ένας μεγάλος σταθμός, αλλά όχι το τέλος της μάχης με τον ελληνικό φασισμό


Κώστας Αρβανίτης · 7 Οκτωβρίου 2021

Σαν ένα μακρόσυρτο, κακό όνειρο. Έτσι θα ήθελε να θυμάται πολύς κόσμος αυτό που χοντρικά υπήρξε η δεκαετία της Χρυσής Αυγής, τα δέκα εκείνα χρόνια που ο νεοναζισμός έγινε καθημερινότητα σαν την κίνηση στην Καλλιρρόης και τις σέλφι με τους τσολιάδες στο Σύνταγμα. Κανονικοί, κανονικότατοι νοσταλγοί του Χίτλερ περπάτησαν ατάραχοι τους δρόμους όλων των σημαντικών πόλεων της χώρας, έβγαλαν λόγους από τα έδρανα της Βουλής και φυσικά τρομοκράτησαν ολόκληρες περιοχές. Σκότωσαν ανθρώπους εν ψυχρώ, όπως ο Σαχζάτ Λουκμάν, ο 27χρονος νέος από το Πακιστάν που δολοφονήθηκε 8 μήνες πριν τον Παύλο Φύσσα. Δυστυχώς, τότε η ελληνική κοινωνία δεν έδειξε έτοιμη να πει «ως εδώ».

Ευτυχώς ακόμα και τα κακά πιο όνειρα τελειώνουν μαζί με τον ύπνο και η στιγμή του ξυπνήματος από τον ύπνο ήταν η 7η Οκτωβρίου 2020. Η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση και τα ηγετικά της στελέχη πήγαν να κάνουν τους happy travellers στον Δομοκό. Η απόφαση του δικαστηρίου έκοψε το νήμα της φασιστικής νομιμότητας, οι ζητωκραυγές απέξω που τράνταξαν μέχρι και τον τελευταίο όροφο του Αρείου Πάγου πραγματοποίησαν τη συλλογική ανακούφιση, η αίσθηση ότι κάπου, κάπως, κάποτε θα επικρατήσει η δικαιοσύνη έλαβε το φιλί της ζωής και οι κακοί οδηγήθηκαν στη φυλακή. Η δημοκρατία νίκησε. Το κακό όνειρο μεταμορφώθηκε σε παραμύθι.

Στην ΕΛΑΣ δεν αρέσουν τα παραμύθια, όπως όλα δείχνουν:

Δε χρειαζόταν καν να φτάσουμε στις φασιστικές επιθέσεις της προηγούμενης εβδομάδας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν είναι στ’αλήθεια παραμύθι. Η δεκαετία του ελληνικού φασισμού μπορεί να επαναληφθεί μια χαρά, και την επόμενη φορά μπορεί να μην περιλαμβάνει καν τη σβάστικα και τους κέλτικους σταυρούς που μέχρι τώρα χρησίμευαν σαν αναγνωριστικά. Ένας φασισμός με πολιτικά, αν το θέλετε.

Οι κακοί λύκοι με τα μαύρα

Η πιο χαρακτηριστική διαφορά με τα παραμύθια είναι η ύπαρξη των κακών. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί ο κακός λύκος είναι μοχθηρός και θέλει να φάει την Κοκκινοσκουφίτσα. Είναι απλά ο προορισμός του στο σύμπαν. Στον αντίποδα των εξωφύλλων του Πρώτου Θέματος που μίλαγαν για Χρυσαυγίτες που βοηθούν γιαγιάδες και ανέλυαν την γκομενότητα του Κασιδιάρη, ένα πλατύ κομμάτι της κριτικής δημοσιολογίας είδε τους ναζί απλά σαν φορείς μίσους (γιατί ο ρατσισμός μάλλον μεταδίδεται όπως η λύσσα και εξαφανίζεται με εμβόλια ανεκτικότητας), σαν εγκληματίες ή ακόμη χειρότερα, σαν ψυχοπαθείς. Το μόνο που κάνουν οι απλοϊκές αυτές ερμηνείες είναι να μας χαρίσουν την επισφαλή ανακούφιση ότι ο φασισμός είναι μια ανωμαλία, ένα κοινωνικό φαινόμενο που σκαρφάλωσε από κάποιον σκοτεινό υπόνομο και όχι κάτι προκύπτει από τα κανονικά κενά και τις κανονικές δυσλειτουργίες της κοινωνίας που θεωρούμε κανονική.

Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά ακολουθούν μια μακρά παράδοση καρτουνοποίησης που τη βλέπουμε, με το Χόλιγουντ να είναι ένα πολύ προφανές παράδειγμα. Πόσες ταινίες χρησιμοποίησαν τους Ναζί απλά στο ρόλο του villain, χωρίς καμία διερεύνηση του τι είναι αυτοί οι άνθρωποι και πως προέκυψαν ως πολιτικό ρεύμα; Τι είναι αυτό που κινητοποιεί τον Μιχαλολιάκο, έναν άνθρωπο που συνδυάζει τη βαθιά ιδεολογική πεποίθηση και τη διαχρονική συνδιαλλαγή με ένα κράτος και πολιτικό σύστημα που υποτίθεται ότι ήθελε να ανατρέψει;

Ο φύρερ και το crew του προφανώς δεν είναι συναρπαστικές φυσιογνωμίες από μόνες τους, αλλά η αναζήτηση των αφετηριών τους οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση του πως βρέθηκε ένας συρφετός περιθωριακών φασιστών, ανθρώπων της νύχτας και αυθεντικών τυχοδιωκτών να παίρνουν 7% και εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους στην κάλπη.

Οι ιδέες που δε φυλακίζονται

Αυτό είναι ένα ρητό που συνήθως χρησιμοποιείται για ανθρώπους που διώκονται για τα ιδανικά τους. Οι Κασιδιάρης & Co φυσικά και δεν διώχτηκαν για τα άθλια ιδανικά τους, όμως αγκαλιάστηκαν γι’ αυτά και για μια μεγάλη βεντάλια πράξεων, νόμιμων και παράνομων, που προώθησε ακριβώς αυτά τα ιδανικά. Γι’ αυτό αξίζει να το ξαναπούμε: Οι φιγούρες – καρικατούρες κάνουν ακόμη πιο δύσκολη τη σύνδεση με το τοξικό mainstream που ακόμη διακατέχει αυτή τη χώρα.

Ο ρατσισμός; Οι θεωρίες ότι υπάρχουν οργανωμένα σχέδια για να ξεκάνουν το γένος των Ελλήνων Τσεκ. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το μένος με το οποίο αντιμετωπίστηκε ο ανά περιόδους εθνικός σταρ Γιάννης Αντετοκούνμπο όταν δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν του φέρθηκε καλά. Η τυφλή συσπείρωση γύρω από τη σημαία σε καιρούς κρίσης, όπως αυτή που ζήσαμε την περίοδο των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία ή στα περσινά γεγονότα στον Έβρο και στα νησιά; Ο εθνικός προσδιορισμός δια του αποκλεισμού, δηλαδή με τη διακήρυξη του ποιοι δεν είναι Έλληνες; Ποιοι δε θα γίνουν ποτέ; Τσεκ.

Η άλλη όψη της συσπείρωσης γύρω από τη σημαία, που είναι η αναζήτηση των εχθρών του έθνους, των προδοτών, της πέμπτης φάλαγγας, των αντεθνικών στοιχείων, είτε αυτοί έχουν τη μορφή των πρακτόρων του Σόρος είτε των απάτριδων αναρχομπολσεβίκων; Τσεκ.

Αυτά από μόνα τους δεν επαρκούν για να συγκροτηθεί ένα φασιστικό ρεύμα κι ένα κόμμα. Είναι όμως το αναγκαίο αμνιακό υγρό στο οποίο θα μεγαλώσει ένα τέτοιο κόμμα. Υπάρχουν κι άλλα σημαντικά στοιχεία, όπως το άρωμα παρακμής, αλαζονείας, αυταρχισμού και διαφθοράς του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού την περίοδο των κυβερνήσεων που έμειναν στην ιστορία ως μνημονιακές. Αν ο αυταρχισμός είναι ο κανόνας, τότε η δημοτικότητα μιας βοναπαρτικής λύση όπως η φασιστική σίγουρα δε μπορεί να προκαλεί έκπληξη. Στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του ’08, δύο υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή εισηγούνταν την επέμβαση του στρατού. Ένα χρόνο μετά τη δίκη, το 13,4% δε θα είχε πρόβλημα τον κυβερνά ένας ηγέτης που δε θα είχε προέλθει από την κάλπη.

Υπάρχει ακόμη η πολύ επικίνδυνη επιχειρηματολογία περί κοινωνικής παρακμής. Ο κόσμος βομβαρδίζεται από ειδήσεις για ληστές, δολοφόνους, βιαστές, για γειτονιές που εγκαταλείπονται στη μοίρα τους, για πολυκατοικίες που φοβάσαι να μπεις στο ασανσέρ, για συνωμότες που προσπαθούν να τους διώξουν από τα σπίτια τους για κάποιον άγνωστο σκοτεινό σκοπό, για πολίτες – ράντσερ στο Φαρ Ουέστ που πήραν το νόμο στα χέρια τους.

Η νοσηρή αυτή ατμόσφαιρα πάει πακέτο με το ρατσιστικό profiling: Κοινωνική παρακμή είναι όταν βλέπεις άλλο χρώμα δέρματος στον δρόμο. Μαζί με το χρώμα στοχοποιείται και η φτώχεια, διότι ας μην ξεχνάμε ότι το πογκρόμ και ο εξευγενισμός μιας περιοχής διώχνουν το ίδιο καλά τους φτωχούς, ξένους ή ντόπιους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιες από τις επιτροπές κατοίκων στο κέντρο της Αθήνας θα μπορούσαν να προκρίνουν οποιαδήποτε από τις δύο λύσεις (και το έχουν κάνει), αρκεί να επιτευχθεί ο στόχος των υψηλών αξιών γης.

Φυσικά, η έννοια του  «αυθεντικού» πληθυσμού ορίζει ταυτόχρονα τον εχθρό πληθυσμό που έφερε ή ήρθε από την παρακμή: Τους ανθρώπους δηλαδή που δεν είναι Έλληνες, στρέιτ, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οικογενειάρχες, νοικοκύρηδες, πατριώτες και ό,τι άλλο μπορεί να θεωρείται “κανονικό”. Αυτή την παράδοση συνέχισε η δημοσιοποίηση των ονομάτων νηπίων σε σχολείο της Κυψέλης από τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Για αυτή όμως την κίνηση, η κυβέρνηση τον συγχώρεσε.

Και κάτι ακόμη. Μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής, δύσκολο να βρεθεί κανείς το θράσος να μιλήσει υπέρ των παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου. Μπορεί όμως να προσεγγίσει τους ίδιους μισάνθρωπους φόβους, τα ίδια υπερβίαια αισθήματα μερίδας της κοινωνίας (και του εκλογικού σώματος) μιλώντας για αναγκαίους θανάτους προσφύγων και μεταναστών στα σύνορα. Όπως ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε ή ο νυν υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης. Περί μόρφωσης που λέγαμε πριν, ο περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κώστας Μουτζούρης έχει δηλώσει ότι υπάρχει «σχέδιο υποκατάστασης πληθυσμού» με Μουσουλμάνους σε βάρος των ντόπιων. Ο περιφερειάρχης είναι πρώην πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Η μεγάλη απάτη του καφέ και του κόκκινου

Για τις ευθύνες της πολιτείας, δηλαδή του κράτους και των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων η συζήτηση είναι ατελείωτη και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Φυσικά, το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας για τους τολμηρούς άνδρες με αρχές (Σαμαρά και Δένδια) που έκλεισαν μέσα τους ναζί προορίζεται μόνο για τους φίλους και για τους αφελείς. Η Χρυσή Αυγή ήταν πολύ βολική ως ένα σημείο, γιατί μετατόπιζε το κέντρο της πολιτικής συζήτησης προς τα δεξιά και μπορούσε να λειτουργήσει ως φόβητρο προς τα αριστερά – πολλοί άνθρωποι θα διάλεγαν όχι μόνο τη θεσμική κεντροακροδεξιά, αλλά οτιδήποτε αντί για την Χρυσή Αυγή.

Από την άλλη, κάποια στιγμή τα υψηλά της ποσοστά και η υψηλή της αυτοπεποίθηση (υπενθυμίζουμε τους τραμπουκισμούς σε γαλάζια στελέχη στον Μελιγαλά), άρχισαν να κάνουν την προηγούμενη ισορροπία όλο και πιο ασταθή. Τα πράγματα ήταν ήδη δύσκολα μετά τις αποκαλύψεις για το ρόλο ενδιάμεσων και θεσμικότατων προσώπων όπως ο Τάκης Μπαλτάκος (για να μη μιλήσουμε για ιδεολογικούς ενδιάμεσους, όπως η τριπλέτα που ήταν στο ΛΑΟΣ). Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν υπήρχε γυρισμός.

Δεν είχε όμως μόνο η ΝΔ σκοπιμότητες που περιλάμβαναν τη Χρυσή Αυγή. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ΧΑ ήταν μεν φασίστες, αλλά ήταν επίσης και ένα κόμμα που κόβει ψήφους από τα δεξιά της ΝΔ. Για τον λόγο αυτό συνέβησαν διάφορα πράγματα, όπως η περίφημη βολτίτσα με το ελικόπτερο στο Καστελόριζο:

Από ανεκτίμητες δηλώσεις, υπάρχουν άπειρες: Από το «με το ‘σεις και με το σας» της Ντόρας Μπακογιάννη μέχρι το «αυθεντικό λαϊκό κίνημα» του Ανδρέα Λοβέρδου – δε χρειάζεται καν να φτάσουμε στα σχόλια του ΣΚΑΪ για τη δολοφονία Φύσσα. Το πιο προφανές ζήτημα όμως στις σχέσεις κράτους Χρυσής – Αυγής ήταν η απίστευτη ανοχή της ΕΛΑΣ προς τους φασίσες, όταν αυτή δε γινόταν ανοιχτή βοήθεια, όπως αναδείχθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της δίκης:

«Χαίρομαι που ενοχλήθηκε ο κ. Μπαλάσκας. Είπα μέσα από την αστυνομία και θα είμαι πολύ συγκεκριμένος. Αυτοί που πήγαν να σκοτώσουν τους δικούς μου εντολείς, τους Αιγύπτιους αλιεργάτες, φορούσαν μπλούζες της Χρυσής Αυγής. Στάλθηκαν στη ΓΑΔΑ προκειμένου να φωτογραφηθούν με τα μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής και μέσα στην αστυνομία, τους δόθηκε η δυνατότητα να αλλάξουν τα μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής και να οδηγηθούν στον εισαγγελέα χωρίς τα μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής.»

Στα ελληνικά σώματα ασφαλείας πάντα υπήρχαν ανενόχλητοι ακροδεξιοί θύλακες, οι οποίοι υπερμεγεθύνθηκαν λόγω της ανόδου των ναζί. Πολλοί αστυνομικοί έβλεπαν με καλό μάτι τους φασίστες γιατί συμφωνούσαν ιδεολογικά μαζί τους, τους ψήφιζαν μαζικά στις εκλογές και τους μεταχειρίζονταν με το γάντι όταν πέρναγε από το χέρι τους. Η περιβόητη εσωτερική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. της περιόδου 2012-2014 για τους προαναφερθέντες θυλάκους στα σώματα ασφαλείας έληξε με 2-3 καταδίκες. Κοινώς, πέρασε και δεν άγγιξε.

Μία μέρα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, φασίστες πετούσαν πέτρες στους διαδηλωτές με τις πλάτες των ΜΑΤ:

Η δίκη και η έκβασή της άλλαξε πολλά πράγματα. Έβαλε πολλά από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πάνω το μικροσκόπιο. Ανέπτυξε το βάθος και την έκταση της ναζιστικής φιλοδοξίας να αλλάξει την κοινωνία με τη βία και τον τρόμο. Έριξε άπλετο φως σε άπειρες υποθέσεις φασιστικής βίας που υπό ΚΣ θα είχαν συγκαλυφθεί χωρίς πολλά πολλά. Δημιούργησε το πλαίσιο ώστε μετανάστες πολίτες, θύματα των ναζί να πάρουν τη μεγάλη, την ιστορική απόφαση και να υποδείξουν μπροστά στο δικαστήριο, κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας τους τραμπούκους που τους χτύπησαν.

(EUROKINISSI)

Μία εποχή του ελληνικού φασισμού έκλεισε. Το ότι ένας από τους πρωταγωνιστές της, ο Ηλίας Κασιδιάρης, ίδρυσε ένα κόμμα ονόματι «Έλληνες ΓΤΠ» ήταν ο πιο ταιριαστός επικήδειος.

Το κόκκινο και το μαύρο

Μια εποχή τη διαδέχεται μια άλλη εποχή. Ούτε ο φασισμός τελείωσε, ούτε οι φασίστες εξαντλήθηκαν. Από τη μία, η επίσημη πολιτική αλλά και η κοινή συνείδηση έχει αναβαπτιστεί από τις φασιστικές ιδέες και νοοτροπίες σε έναν όχι αμελητέο βαθμό. Η Μόρια ήταν ένα διαρκές μνημείο της φασιστικοποίησης του πολιτικού και πολιτειακού mainstream. Από την άλλη, ούτε οι επιθέσεις α λα τάγματα εφόδου δείχνουν να ανήκουν στο παρελθόν. Άρα, τι μέλλει γενέσθαι;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η παλιά καλή θεωρία των άκρων είναι διαχρονικά αποτελεσματική σε ένα πράγμα: Στο να εξαφανίζει την ιδιαιτερότητα του φασιστικού φαινομένου. Αν τα μαχαίρια των ναζί είναι η απάντηση στα καδρόνια των αριστερών/αναρχικών/κτλ και το ανάποδο, τότε μόνο ένα πολιτικό κέντρο μπορεί να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια των πολιτών ενάντια στη βία των ακροκινούμενων ομάδων. Πολύ απλό δεν ακούγεται;

Αν δεν υπάρχουν και οι δύο βίες, τότε η μία μπορεί να εφευρεθεί. Όπως συνέβη στη Σταυρούπολη, όπου για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έγινε απόπειρα ώστε το μοίρασμα προκηρύξεων των μεν να εξομοιωθεί με τον ξυλοδαρμό των δε. Ούτως ή άλλως, η πολιτική δεν είναι απλή γεωμετρία και δεν προσεγγίζεται με χάρακα. Οι δύο πιο διάσημες ενσαρκώσεις του φασισμού στην ιστορία, η Γερμανία του Χίτλερ και η Ιταλία του Μουσολίνι, ανήλθαν στην εξουσία μετά από συνεννόηση των φασιστών με συντηρητικές και φιλελεύθερες ελίτ αντίστοιχα, οι οποίες επεδίωκαν συγκεκριμένα πράγματα από αυτή τη συμφωνία (και πήραν πολύ περισσότερα, είτε τα θέλαν είτε όχι). Τα πράγματα ήταν πάντα πιο πολύπλοκα από μια ικεσία στην θεά κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η τάση προς τον φασισμό, με ή χωρίς σβάστικα, θα συνεχίσει να υπάρχει. Όμως όπως και πολλά ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν είναι νόμος της φύσης. Μπορεί μια μέρα, έστω με πολύ κόπο και προσπάθεια, να χαθεί για πάντα.

REUTERS/Alkis Konstantinidis

Best of internet